Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Τρομοκράτες μιας άλλης εποχής... ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ


Τρομοκράτες μιας άλλης εποχής...
* Ενώ ο Μάης του ''68 έδειχνε ότι θα ήταν η τελευταία αναλαμπή της σουρεαλιστικής κοινωνικής ουτοπίας που ενδεχομένως θα έκλεινε οριστικά τον κύκλο της με το τέλος του αιώνα, η νέα χιλιετία μπήκε με ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον σουρεαλισμό
Τρομοκράτες μιας άλλης εποχής...
Max Ernst, «Στο ραντεβού των φίλων», 1922, λάδι, Μουσείο Ludwig, Κολονία. Ενα φανταστικό ομαδικό πορτρέτο των σουρεαλιστών παρέα με τον Ραφαήλ και τον Ντοστογέφσκι



εκτύπωση 
 
Ο σουρεαλισμός είναι ίσως η μόνη επανάσταση του 20ού αιώνα για την οποία γίνεται σήμερα πολύς λόγος χωρίς ωστόσο αυτό να μοιάζει με ιστορικό απολογισμό ή με γενικευμένη τιμητική νεκρολογία. Αν κρίνω μάλιστα από τον αριθμό των εκθέσεων, των λευκωμάτων, των επιστημονικών εκδόσεων αλλά και των δημοσιογραφικών άρθρων που του αφιερώθηκαν αυτή τη χρονιά, το διεθνές ενδιαφέρον σχετικά με την καλλιτεχνική δράση και την ιστορία του κινήματος φαίνεται ότι γνωρίζει μια νέα και σχεδόν αναπάντεχη έξαρση. Η πινακοθήκη Tate Modern του Λονδίνου υποδέχθηκε το 2002 με την έκθεση «Σουρεαλισμός: η επιθυμία χωρίς δεσμά» (η οποία αργότερα μεταφέρθηκε στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης), ενώ το Κέντρο Georges Pompidou στο Παρίσι πραγματοποίησε, υπό την γενική καλλιτεχνική εποπτεία του ιστορικού Werner Spies, μια θεαματική έκθεση έργων, φωτογραφιών, ντοκουμέντων και αντικειμένων, με τίτλο «Η Σουρεαλιστική Επανάσταση» (La Révolution Surréaliste). Πρόκειται βέβαια για τις μεγαλύτερες αλλά όχι μοναδικές εκθέσεις της «σουρεαλιστικής αυτής χρονιάς» αφού πολλές γκαλερί, μουσεία και ινστιτούτα τέχνης στην Ευρώπη και στην Αμερική, εξέθεσαν - ή πρόκειται να εκθέσουν - κάποια πτυχή της πλούσιας αισθητικής εμπειρίας του κινήματος ή απλά τα έργα κάποιου σουρεαλιστή καλλιτέχνη. Η έκθεση Μirό αυτό το καλοκαίρι στην Ανδρο και ο Salvador Dali από τον Οκτώβριο στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης είναι η συμβολή της Ελλάδας στην προσπάθεια «ανακεφαλαίωσης» της πιο ανορθόδοξης και, όπως φαίνεται, της πιο «ανθεκτικής» επανάστασης του περασμένου αιώνα. * Ερμηνευτικές παρεκκλίσεις
Ωστόσο η κριτική που ασκήθηκε στη μεγαλόσχημη έκθεση του Κέντρου Georges Pompidou - o Spies και οι συνεργάτες του κατηγορήθηκαν ότι «μεταμόρφωσαν» τον σουρεαλισμό σε εργαστήρι εκκεντρικών θαυματοποιών ισοπεδώνοντας έτσι την κοινωνική - επαναστατική του διάσταση - ενισχύει την άποψη ότι η ώρα της «ανακεφαλαίωσης» βρίσκεται ακόμη μακριά. Η αναμφισβήτητα ζωντανή παρουσία του σουρεαλιστικού πνεύματος στην καθημερινή ζωή μας ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ οι ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε και έδρασε ως κίνημα έχουν εκλείψει - ή τουλάχιστον έχουν περάσει σε μια νέα εξελικτική φάση -, πολλά από τα επαναστατικά του συνθήματα αναβιώνουν κάθε τόσο στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ενώ ο Μάης του '68 έδειχνε ότι θα ήταν η τελευταία αναλαμπή της σουρεαλιστικής κοινωνικής ουτοπίας που ενδεχομένως θα έκλεινε οριστικά τον κύκλο της με το τέλος του αιώνα, η νέα χιλιετία μπήκε... με ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον σουρεαλισμό. Μόνο που το ενδιαφέρον αυτό χαρακτηρίζεται από μια έκδηλη προτίμηση στο ερωτικό ήθος και στις ψυχαναλυτικές έρευνες του κινήματος και από μια εξίσου έκδηλη αμηχανία για ό,τι αφορά τα πολιτικά του διλήμματα και την επαναστατική του στρατηγική.
Αυτή η αμηχανία ή μάλλον η απροθυμία των σύγχρονων ιστορικών για μια συστηματική επαναπροσέγγιση του επαναστατικού χαρακτήρα του κινήματος έχει ως συνέπεια σοβαρές ερμηνευτικές παρεκκλίσεις ή και παρανοήσεις, οι οποίες συχνά αγγίζουν τα όρια της αφέλειας και της ασυγχώρητης άγνοιας. Πρώην επιφανείς θεωρητικοί του μοντερνισμού, που τώρα επιδίδονται με όλο και μεγαλύτερο φανατισμό σε μια διαρκή λιβελογραφία εναντίον του, δεν δίστασαν να χαρακτηρίζουν δημοσίως τον σουρεαλισμό ως... ιδεολογική αφετηρία του τρομοκρατικού χτυπήματος της 11ης Σεπτεμβρίου! Επίσης φιλολογικοί σχολιαστές του διεθνούς Τύπου - όπως τελευταία ένας αρθρογράφος του «Observer» - ταύτισαν με μεγάλη άνεση τον πράγματι προκλητικό ορισμό της «πιο απλής» σουρεαλιστικής πράξης (που είχε δώσει ο Breton το 1933) με τα κρούσματα εφηβικής σχιζοφρένειας που χτύπησαν, σχετικά πρόσφατα, σχολεία των ΗΠΑ και της Γερμανίας!
* Η κριτική του σουρεαλισμού
Τα σχόλια που διατυπώνονται σήμερα στον Τύπο - ή σε μελέτες που μεταξύ άλλων επικεντρώνονται στην ιστορία του κινήματος - δεν έχουν μεγάλη σχέση ούτε με τις διαμάχες και τις συνεχείς διαγραφές που κάθε τόσο συγκλόνιζαν το κίνημα αλλά ούτε και με την οξύτατη κριτική που τότε δέχθηκε εκτός των δικών του συνόρων. Η επίκληση του (ιακωβινικού) επαναστατικού ήθους του «Μεγάλου Τρόμου» (La Grande Terreur) από τον André Breton στη διάλεξη που έδωσε το 1922 στο «Ateneo» της Βαρκελώνης και η δημοσίευση εμπρηστικών κειμένων στα πρώτα κυρίως τεύχη της επιθεώρησης «La Révolution Surréaliste», όπου γίνεται λόγος για αμετάκλητη στροφή στην «αιματηρή επανάσταση» (Νο 5, 15 Οκτ. 1925), δημιούργησαν εξαρχής ένα κλίμα αρνητικής υποδοχής εκ μέρους της γαλλικής αριστεράς διανόησης. Η κριτική, π.χ., που άσκησε ο γάλλος συγγραφέας Albert Camus στους σουρεαλιστές τους οποίους αντιμετώπιζε σαν «μηδενιστές του σαλονιού» υπήρξε αφορμή για να διαδραματιστεί μια οξύτατη σε ένταση διαμάχη με τον αρχηγό του κινήματος André Breton. Ο Camus αντιμετώπισε με αυστηρότητα και χωρίς κανένα πνεύμα συνδιαλλαγής ορισμένες πτυχές της σουρεαλιστικής επαναστατικής στρατηγικής, οι οποίες κατά τη γνώμη μου έχουν τις ρίζες τους στον όψιμο ρομαντισμό και κυρίως στην αναρχική δράση των γάλλων διανοουμένων του τέλους του 19ου αιώνα. «Ο André Breton» σημείωνε ο Camus στο βιβλίο του Ο Επαναστατημένος Ανθρωπος, «τόλμησε να πει και κάτι για το οποίο, ήδη από το 1933 που το ξεστόμισε, θα πρέπει να αισθάνεται μετανιωμένος: η πιο απλή πράξη που μπορεί να ορίσει έναν σουρεαλιστή είναι να κατέβει με ένα ρεβόλβερ στον δρόμο και να πυροβολεί στα τυφλά όπου και όποιον βρει».
Ο ορισμός της «πιο απλής σουρεαλιστικής πράξης» είχε έναν χαρακτήρα καθαρά συμβολικό αφού αυτό που ενδιέφερε τον Breton - και το επιβεβαιώνει εξάλλου και ο ίδιος ο Camus - ήταν να δηλώσει «τη βαθύτερη αθωότητα της ανθρώπινης ύπαρξης μπροστά στην πράξη του εγκλήματος». Ανάλογες «απλές πράξεις» σουρεαλιστικού ήθους διανθίζουν και την ταινία Χρυσή Εποχή (1930) των Bu*uel και Salvador Dali, μια αξεπέραστη σε τολμηρότητα και οξυδέρκεια δημιουργία εναντίον του καθολικισμού και της μπουρζουαζίας, η οποία, όταν προβλήθηκε παράλληλα με μια έκθεση σουρεαλιστών στο Παρίσι, έγινε αφορμή άγριων βανδαλισμών εκ μέρους της διαμαρτυρόμενης ακροδεξιάς «Λίγκας των γάλλων αντιεβραίων πατριωτών». Αυτή η διαρκής δημιουργική πρόκληση κατά της αστικής κουλτούρας άγγιξε το απόγειό της τρία χρόνια αργότερα, όταν οι σουρεαλιστές ανακήρυξαν ως σύμβολα του κινήματός τους την πατροκτόνο Violette Nozières, την αναρχική φόνισσα Germaine Berton και τις αδελφές Léa και Christine Papin, οι οποίες υπήρξαν και αντικείμενο του ψυχαναλυτικού ενδιαφέροντος του νεαρού τότε Jacques Lacan. Ιδιαίτερα οι αδελφές Papin ανακηρύχθηκαν από τον Breton «φόνισσες που ενσάρκωσαν υποδειγματικά την ιδανική ένωση ανάμεσα στον Marx (γιατί δολοφόνησαν τα αφεντικά τους) και τον Freud (γιατί η φύση του εγκλήματός τους πρόδιδε κλασικά συμπτώματα υστερίας)».
* Η μεταμέλεια του Μπρετόν
Αν ζούσε σήμερα ο André Breton μάλλον θα μετάνιωνε, αλλά η μεταμέλειά του δεν θα είχε καμία σχέση με εκείνον τον παλιό ορισμό που είχε διατυπώσει το 1933. Ενδεχομένως να ένιωθε τύψεις γιατί ο σουρεαλισμός ως κίνημα, και κυρίως ως τρόπος σκέψης και ζωής, οδηγήθηκε σε ένα σχήμα επιβίωσης πέρα για πέρα οξύμωρο: μετά τη διεθνή αναγνώρισή του έγινε αντικείμενο κατανάλωσης και συστηματικής εμπορικής εκμετάλλευσης αφού πρώτα εξουδετερώθηκε από μια ευέλικτη πολιτική ανοχής και αφομοίωσης των επαναστατικών του αιτημάτων. Στο δοκίμιό του με τίτλο Τι είναι Λογοτεχνία ο Jean Paul Sartre χαρακτηρίζει τον σουρεαλισμό ως το πιο εντυπωσιακό από τα πυροτεχνήματα που έλαμψαν και αναπόφευκτα έσβησαν κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου: «Αυτοί οι θορυβώδεις νεαροί αστοί θέλουν να καταστρέψουν την κουλτούρα ακριβώς επειδή τους μόρφωσαν· κυριότερος εχθρός τους παραμένει ο Φιλισταίος του Heine, o Prudhomme του Monnier, ο αστός του Flaubert· με λίγα λόγια ο μπαμπάς τους».
Η κριτική θέση του Sartre είναι διεισδυτική και επικεντρώνεται ως συνήθως κατευθείαν στον στόχο, αλλά δεν παύει παράλληλα να είναι άδικη για έναν συγκεκριμένο λόγο: η εξέγερση των σουρεαλιστών κατά του «μπαμπά» τους προϋπέθετε μια δραματική κριτική του συστήματος «εκ των έσω», η οποία στις μέρες μας έχει εντελώς εκλείψει. Αντ' αυτής κυριαρχεί η χυδαία παραφιλολογία των μέσων ενημέρωσης και η υπόπτων προθέσεων αρθρογραφία των ιστοριογράφων και των ιδεογράφων της ταρίφας. Θύμα της εξάλλου υπήρξε και ο ίδιος ο Sartre τώρα τελευταία.
Η κυρία Νίκη Λοϊζίδη είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου