Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Μια νεκρολογία


[Το παρακάτω κείμενο κυκλοφορεί στο διαδίκτυο με τον πλήρη τίτλο “Μια Νεκρολογία που δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου”]


Σήμερα πενθούμε το θάνατο μιας αγαπημένης παλιάς φίλης,της Κοινής Λογικής, η οποία μας συντρόφευε για πολλά χρόνια. Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα την ηλικία της αφού το μητρώο γέννησής της έχει χαθεί εδώ και πολύ καιρό σε γραφειοκρατικές διατυπώσεις. Θα τη θυμόμαστε ως κάποια που μας δίδαξε πολύτιμα μαθήματα όπως αυτά:
-Έχε την κοινή λογική να προστατεύεσαι,
-Γιατί το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι,
-Η ζωή δεν είναι πάντα δίκαιη και
-Ίσως ήταν δικό μου το φταίξιμο.
Η Κοινή Λογική έζησε σύμφωνα με απλές, συνετές οικονομικές πολιτικές (μη ξοδεύετε περισσότερα απ' αυτά που κερδίζετε) και αξιόπιστες στρατηγικές (υπεύθυνοι είναι οι ενήλικες κι όχι τα παιδιά).
Η υγεία της άρχισε να επιδεινώνεται ραγδαία όταν τέθηκαν σε ισχύ καλοπροαίρετοι αλλά αυταρχικοί κανονισμοί. Αναφορές για ένα 6χρονο αγόρι που κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση επειδή φίλησε μια συμμαθήτριά του, για εφήβους που αποβλήθηκαν από το σχολείο επειδή χρησιμοποίησαν στοματικό διάλυμα μετά το γεύμα και για έναν δάσκαλο που απολύθηκε επειδή επέπληξε έναν απείθαρχο μαθητή, απλώς επιδείνωσαν την κατάστασή της.
Η Κοινή Λογική έχασε έδαφος όταν γονείς επιτέθηκαν σε δασκάλους επειδή έκαναν τη δουλειά που οι ίδιοι δεν είχαν καταφέρει να κάνουν αναφορικά με την πειθάρχηση των ανυπάκουων παιδιών τους.
Η υγεία της επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο όταν τα σχολεία υποχρεώθηκαν να παίρνουν τη γονική συναίνεση για να βάλουν αντηλιακό ή να δώσουν μια ασπιρίνη σ' ένα μαθητή αλλά δεν μπορούσαν να ενημερώσουν τους γονείς όταν μια μαθήτρια έμενε έγκυος και ήθελε να κάνει έκτρωση.
Η Κοινή Λογική έχασε τη θέληση για ζωή όταν οι εκκλησίες έγιναν επιχειρήσεις και οι εγκληματίες τύγχαναν καλύτερης μεταχείρισης από τα θύματά τους.
Η Κοινή Λογική δεν κατάφερε να ξεπεράσει το γεγονός ότι, όχι μόνο δεν μπορούσες να υπερασπιστείς τον εαυτό σου από ένα διαρρήκτη μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, αλλά ο διαρρήκτης μπορούσε και να σε μηνύσει για βιαιοπραγία.
Η Κοινή Λογική παραιτήθηκε τελικά από κάθε θέληση για ζωή όταν μια γυναίκα που τάχα δεν κατάλαβε ότι ένα αχνιστό φλιτζάνι καφέ ήταν ζεστό, έχυσε λίγο στην ποδιά της κι ανταμείφθηκε άμεσα μ' έναν τεράστιο διακανονισμό.
Πριν από το θάνατο της Κοινής Λογικής είχε προηγηθεί ο θάνατος των γονιών της, της Αλήθειας και της Εμπιστοσύνης, της συζύγου Σύνεσης και των παιδιών της Ευθύνης και Λογικής.
Έχουν επιζήσει τα 4 ετεροθαλή αδέλφια της:
-Ξέρω τα Δικαιώματά μου
-Το Θέλω τώρα
-Κάποιος άλλος φταίει
-Είμαι θύμα
Στην κηδεία της δεν παρευρέθησαν πολλοί καθώς ελάχιστοι συνειδητοποίησαν ότι απεβίωσε. Αν τη θυμάστε ακόμα, προωθήστε το. Αν όχι, συνταχθείτε με την πλειοψηφία και μην κάνετε τίποτα.

Γιώργος Χειμωνάς: "Η αβοήθητη μοναξιά του άντρα"

|
"Ποτέ γυναίκα δεν κατάλαβε έναν άντρα"
ΑΜΛΕΤ

Η φίλη μου Ρ. έκλεισε τη συζήτηση για έναν κοινό μας φίλο ομοφυλόφιλο και τα αδιέξοδά του, με το γνωστό οξύ και θρασύ της χιούμορ: «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ομοφυλόφιλοι. Αν δεν υπήρχαν, εσείς οι άντρες θα περνούσατε έτσι από τη ζωή, χωρίς να σας έχει αγαπήσει κανένας».
Έφερα στον νου μου πάμπολλες λατρευτικά αφοσιωμένες αγάπες γυναικών προς άντρες που θα διέψευδαν αμέσως τον, εξεζητημένο άλλωστε, ισχυρισμό της Ρ। και ταυτόχρονα, ωστόσο, σκέφθηκα τη διαφορετικότητα των γυναικείων και ανδρικών συναισθημάτων, ιδίως των ερωτικών. Στην ιδανική ερωτική σχέση της η γυναίκα εξαντλεί όλα τα αιτήματα της δικαίωσής της, ως προσώπου προπαντός, αλλά και ως ύπαρξης ή, έστω, εξασφαλίζει τον ουσιωδέστερο όρο για να προχωρήσει απερίσπαστη προς ό,τι θεωρεί επιτυχία για τον δημιουργικό εαυτό της. Ενώ για τον άντρα, στην αντίστοιχη περίπτωση, περισσεύουν πολλά (και μάλλον τα σημαντικότερα γι' αυτόν) τέτοια αιτήματα ­ που, θά 'λεγε κανείς, η ερωτική δικαίωση μοιάζει να τα κάνει ακόμη πιο επιτακτικά. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα είναι ικανή, και ώριμη, για την ιδανικότητα της ερωτικής σχέσης, τοποθετώντας εκεί, με πολλή υγεία κι ακόμα περισσότερη υγιεινή, ολόκληρη τη φυσιολογία της ανθρώπινης κατάστασης ­ ο άντρας όμως όχι.

Σημαίνει ακόμα, πέρα από την ολιγάρκεια της πρώτης και την απληστία του δευτέρου, ότι ο άντρας πάσχει από μια χρόνια, ανεκπλήρωτη φιλοδοξία ανόρθωσης, που ξεπερνάει κατά πολύ το σπουδαίο γεγονός της ανόρθωσης του ανθρωπίνου όντος στα δύο του κάτω άκρα, όπου η γυναίκα πιστεύει, και πολύ σωστά, ότι μ' αυτό τέλειωσε οριστικά κάθε ιστορία περαιτέρω ανόρθωσης. Και προφανώς αυτή η φιλοδοξία πρέπει να υπαγορεύεται από μια λειτουργία, αμιγώς αρσενική, επικράτησης και θριάμβου, η οποία, τουλάχιστον στο επίπεδο των φυσικών προδιαγραφών του φύλου, λείπει από τη γυναίκα σαν περιττή. Ο θρίαμβός της εξάλλου στη σχέση της είναι με το παραπάνω αρκετός, μια και η γυναίκα πάντα θριαμβεύει στη σχέση της με τον άντρα· ο μόνος τρόπος να θριαμβεύσει ο άντρας είναι να αρνηθεί να μπει σ' αυτήν.
Το γεγονός είναι ότι η γυναίκα είναι σκανδαλωδώς ευνοημένη από τη φύση. Βρίσκεται πιο κοντά της, την έχει πάντα με το μέρος της ­ η φύση συνεχίζεται μέσα της, χρησιμοποιεί το σώμα της για ν' αναπαραχθεί. Ας μην το ξεχνάμε: η γυναίκα έχει συγγένεια με το φως του φεγγαριού (που στον άντρα προκαλεί την επιληψία), με τις παλίρροιες των ωκεανών. Ο άντρας είναι αφύσικος, τεχνητός. Κατασκευασμένος μέσα σ' ένα ανοίκειο γυναικείο ικρίωμα, το σώμα της μητέρας του, κατασκευασμένος ακόμα από εντολές κύρους και εξουσίας, «ανδρισμού» και αντοχής, τις οποίες, στη διάρκεια της σύντομης ζωής του, είναι καταναγκασμένος πειθήνια και καθημερινά να εκτελεί. Κι ας μην επικαλεστεί κανείς τις κοινότοπες ιστορικοκοινωνικές αιτιότητες ­ ασφαλώς ισχύουν, αλλά βασίζονται στους δεδομένους, βιολογικούς χαρακτήρες του φύλου του.
Αποκλεισμένος από το άλλο ανθρώπινο σώμα, μη έχοντας ποτέ καμιά ενσυνείδητη συγκοινωνία αίματος με το άλλο σώμα, όπως έχει η γυναίκα με το κύημά της ­ ούτε καν έξοδο αίματος, όπως εκείνη, παρά μονάχα όταν το σώμα του εκτεθεί στη βία, έχει ένα σώμα μοναχικό κι αδιαπέραστο· κλειστό, δηλαδή απειλημένο. Που δεν ανοίγει ποτέ, ούτε κατά την ερωτική του δράση, οπότε κλείνει ακόμη περισσότερο και το κάθε σώμα αποχωρεί, αποσύρεται στην πιο απόλυτη δική του σιωπή, που είναι η ηδονή. Αντίθετα, το σώμα της γυναίκας, προτού κι αυτό απουσιάσει από την ερωτική ένωση, είναι ένα σώμα πάντα ανοιχτό ­ ο υπέροχος αυτός κάλυκας που είναι φτιαγμένος για να υποδέχεται και για να περιβάλλει.
Κι αφού η γυναίκα τον άντρα μονάχα να τον αγαπάει μπορεί και τίποτε άλλο, θα κάνω εγώ, ένας άντρας, το εγκώμιο γι' αυτό το αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. Χαριστικά θα βάλω πρώτη στη σειρά τη συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεσθεί, κυρίως με το ανεκτίμητο (και κατ' εξοχήν γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της. Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα είχε χαθεί μέσα στις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων ­ ένα χάρισμα που η γυναίκα, αν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο ­ αν θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοποιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες, που χάρη σ' αυτές και αποκλειστικά μ' αυτές ο άντρας επιβιώνει.
Χειρώνακτας του πολιτισμού αλλά και εγκέφαλός του, έκτισε από την αρχή τον κόσμο με μέτρο τον άνθρωπο. Κι αν αυτός ο κόσμος φαίνεται να είναι ανδροπρεπής, εκεί που χρειάζεται γίνεται θηλυκός, πολύ τελειότερα απ' ό,τι θα τον έπλαθε η ίδια η γυναίκα: χάρη στον άντρα η τέχνη κατοικήθηκε από εξαίσιες (αν και ανύπαρκτες) γυναίκες και πήραν γυναικείο όνομα οι πιο αυστηρές εξουσίες της ζωής ­ ενώ κράτησε για τον εαυτό του τον δυστυχισμένο ρόλο του ηττημένου, δηλαδή αυτός επωμίστηκε με αυταπάρνηση τη μεταφυσική μοίρα της ήττας που βαραίνει το ανθρώπινο γένος. Δεν δέχθηκε χαρμόσυνους αγγέλους όπως η Θεοτόκος, δεν έπεσε σε ερωτική έκσταση όπως η Αγία Θηρεσία· ταπεινά κι αγόγγυστα υπηρέτησε τη θητεία του στα τάγματα του Θεού. Δεν είχε μεγαλομανιακές ακουστικές ψευδαισθήσεις όπως η Ιωάννα της Λορραίνης ­ ανώνυμος αφανίσθηκε σε ατέλειωτους και άδικους πολέμους (και καμιά δεν έχει σημασία ότι ο ίδιος τους ξεκίνησε), εξοντώθηκε σε ισόβιες δουλείες. Ανιδιοτελής, αθώος αλλά ευφυής, εύπιστος με τη θέλησή του ­ εύθραυστος και χωρίς ­ σε αντίθεση με τη γυναίκα ­ να επιζεί του θρυμματισμού του· ασκημένος από ένστικτο να επινοεί τεχνάσματα του κυνηγιού για την τροφή της ομάδας, να αγρυπνάει για τους κινδύνους· από γεννήσεως ανυπεράσπιστος, γιατί η φύση τού πήρε πίσω όλα τα όπλα του, έμεινε πάντα πολεμιστής, άοπλος και με χίλιους τρόμους γενναίος. Εκπνευμάτωσε τη φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη, κυρίως τόλμη, μυαλού και κραδασμό ιδεών. Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες νύχτες ­ κι όλα αυτά από το τίποτα, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από κανέναν. Έχοντάς τα όλα αντίξοα, και πιο πολύ αντίξοη τη γυναίκα που τον αγάπησε.
Και λυπηθείτε τον, με την πιο ευγενικιά, την πιο τρυφερή λύπη, γι' αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του. Δείτε τον, παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της μάνας του παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα αρπαχτικά και φιλημένα χεράκια των παιδιών του και δείτε τον σε όλη του την ανέχεια. Και μη του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην τον ρωτήσετε γιατί.

Τα χέρια (της Τζίνας Δαβιλά - Αναδημοσίευση από το www.protagon.gr))


Πόσα και πόσα τραγούδια δεν έχουν γραφτεί για τα χέρια . Ό,τι πιο αγαπημένο μου σ’ ένα άνθρωπο είναι τα χέρια. Αγαπώ τα μάτια που λένε πάντα την αλήθεια, ακόμα και όταν αχνοφέγγει εκείνη η σπιρτάδα της λατρείας ή της πονηριάς, αγαπώ το μυαλό, που με εξιτάρει και με βάζει σε άλλα προσωπικά μονοπάτια, αγαπώ τη μιμόγλωσσα, τις κινήσεις του κορμιού που δείχνουν τη στάση ζωής, λατρεύω όμως τα χέρια που δημιουργούν, στολίζουν, χαϊδεύουν, αγκαλιάζουν. Όταν γνωρίζω έναν άνθρωπο τον κοιτώ πρώτα στα μάτια για να φυλακίσω το βλέμμα, αν μου ταιριάζει, και μετά περιεργάζομαι τα χέρια. Πώς κινούνται, πώς πιάνουν ένα ποτήρι, πώς ανάβουν ένα τσιγάρο, πόσο δυναμικά ή νωχελικά κινούνται.
Στα χέρια βρίσκω έναν απίστευτο ερωτισμό. Τα χαζεύω όσο πιο διακριτικά μπορώ από τον βραχίονα και κάτω. Λατρεύω οι άνδρες να φορούν πουκάμισα με γυρισμένα μανίκια - δυό φορές, όχι παραπάνω- που μου δίνουν τη δυνατότητα να περιεργάζομαι το δέρμα τους και τα χέρια τους. Απεχθάνομαι τα αποτριχωμένα, τρελαίνομαι με τα εκείνα που έχουν δυνατό βραχίονα και μου επιβεβαιώνουν δημιουργικότητα. Πάω στα δάχτυλα. Μακριά, με καλοσχηματισμένα νύχια. Πόσες και πόσες αλήθειες δε λένε τα χέρια. Μακριά νύχια στο δεξί: παίζει έγχορδο. Δάχτυλα που είναι λεπτά: ασχολούνται και κάτι ευγενές. Δάχτυλα πιο χοντρά: κάνουν χειρωνακτική δουλειά. Παλάμες με ρόζους: χέρια πολυδουλεμένα. Νύχια φαγωμένα: ανασφάλεια, προβληματισμός. Νύχια στραβοκομμένα: ατημέλητος χαρακτήρας, μη επιμελής.
Όταν χαζεύω τα χέρια των ανθρώπων προσπαθώ να μαντέψω τι κάνουν καλά. Κατασκευάζουν; Ζωγραφίζουν; Γράφουν; Βάφουν; Μαγειρεύουν; Ταΐζουν ένα παιδί; Απλώνουν ρούχα; Φυτεύουν ένα λουλούδι; Χτίζουν; Χτυπούν; Αγκαλιάζουν; Είναι γεννημένα για την προσφορά ή μπαίνουν στις τσέπες και ξεχνούν να βγουν; Προεκτείνονται για μια μεγάλη αγκαλιά και ένα τρυφερό χάδι; Ζουν δηλαδή; Εκεί βρίσκω την ιστορία του καθενός. Και αν δεν μπορώ εύκολα να τη βρω, τη ζωγραφίζω στο μυαλό μου. Φαντάζομαι το καλό τους και το κακό τους. Την τρυφερότητα και την οργή τους.
Ό,τι είμαστε και δεν είμαστε το επιβεβαιώνουν τα χέρια μας. Το καλό, το κακό, το αναποφάσιστο, το σκληρό, το αγενές, το καλλιτεχνικό, το φοβισμένο. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας, η ολοκλήρωση της κάθε σκέψης και συναισθήματός μας. Αδυναμία μου είναι τα χέρια που δημιουργούν, φτιάχνουν έστω και ένα μανταλάκι ή μια καρφίτσα ραπτικής. Λατρεύω τα χέρια που κάνουν έργο που ποτίζεται από την ψυχή του ανδρός. Του άρρενος και του θήλεος. Και ερωτεύομαι τα χέρια των ανθρώπων, τα ευλογημένα χέρια. Πάντα ο ενδόμυχος φόβος μου είναι να πάψουν να κινούνται. Όταν φύγει ένας άνθρωπος από τη ζωή στέκομαι και παρατηρώ τα χέρια του, όπως είναι σταυρωμένα. Αδύναμα για να κάνουν οτιδήποτε. Και γυρνώ πίσω στη ζωή του για να δω την ιστορία του. Όποια και αν είναι αυτή. Ποιον χάιδεψαν, ποιον συντρόφεψαν τις νύχτες, πότε χτύπησαν οργισμένα ένα τραπέζι, πότε σκούπισαν δύο δάκρυα. Και λυπάμαι τόσο πολύ όταν τα βλέπω ακίνητα.Τότε ένας άλλος μικρός θάνατος συντελείται μέσα μου.

Αγαπημένα Δημόσια Πρόσωπα ~ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΜΑΛΒΙΝΑ ΚΑΡΑΛΗ ~



Η Μαλβίνα ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που άξιζαν.

Ένα πρόσωπο μεγάλης περηφάνιας και γενναιοδωρίας. 
Δεν έμοιαζε σε κανέναν.

Κανείς δεν θα την υποκαταστήσει ποτέ. 

Ήταν προϊόν μιας μοναδικής χημείας που είχε μέσα Ισραήλ, την υγρασία της Κεντρικής Ευρώπης, τον τρόπο που ερωτεύονται τα λαϊκά κορίτσια στο Μενίδι, τα φληναφήματα του Ζουλάφσκι, ένα σχεδόν εργαστηριακό βλέμμα πάνω στην ανθρώπινη βλακεία, μεγάλη τρυφερότητα και υπέροχα μάτια, που ακόμα κι όταν γέλαγε ήταν σαν δακρυσμένα (...).

 Άν και στην ιδιοφυή τηλεοπτική περσόνα της, όσο και στο gestalt της ιδιωτικής της ζωής η Μαλβίνα προέβαλλε την εικόνα της υποτακτικής γυναίκας που σκύβει το κεφάλι στα αρσενικά και βρίσκει γαλήνη στην κουζίνα της, εγώ νομίζω ότι ήταν ένα ποιητικό, επιβιωτικό αλητάκι που διέσχισε τον ουρανό μόνο του,σαν πουλί που γι' αυτό δεν υπάρχει φωλιά.


Ίσως γι' αυτό και υπερεκτιμούσε τις αγκαλιές,των εραστών και των φίλων της. Ισως γι' αυτό μυθοποιούσε το γάμο. 

Η Μαλβίνα ήταν πάντα μια περιπλανώμενη -παιδί αγνώστου πατρός- κι αυτό της προσέδιδε παρατολμία και ιδιωματικότητα (...).

Όταν γύρισε από τις χημειοθεραπείες της Αμερικής βγήκαμε σε ένα ταβερνάκι κοντά στο σπίτι της, στην Πλάκα. Μόλις είχε μπει το φθινόπωρο, τα μαλλιά της είχαν μακρύνει, το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο. Ποτέ δεν την είχα δει τόσο όμορφη και της το είπα. Δεν είχε εκείνη τη λάμψη του άστρου που καίγεται και που την έκανε διάσημη,ήταν μια επιτέλους ήσυχη (ή συνθηκολογημένη;) γυναίκα, που έπινε λίγο άσπρο κρασί και χαμογελούσε στη βραδινή δροσιά.

Πίστευε και πιστεύαμε ότι το κακό έχει περάσει, τουλάχιστον έτσι της είχαν πει. 

Έκανε ψύχρα και φόρεσε τη ζακέτα της -απτή και γήινη- αυτό το σιδερένιο κορίτσι που τρομοκράτησε τον Σημίτη και την έτρεμαν για τον τσαμπουκά της και την ιδιορρυθμία της. 

Τελευταία φορά την είδα στην Ευρωκλινική, λίγο πριν μπει ο χειμώνας. Ηταν πριν την απόλυτη κατάρρευση. Δεν χρειάζεται να πω τις εξευτελιστικές λεπτομέρειες. 
Είχε σταματήσει πια να γράφει τη στήλη της στο symbol, μετά βίας ρουφούσε το νερό με το καλαμάκι.

Ηταν βράδυ, μετά τη δουλειά ,τη βγάλαμε στο μπαλκονάκι πάνω από τον κήπο και είχε ένα ωραίο φεγγάρι στον κόκκινο ουρανό. "Πες μου σε παρακαλώ, μυρίζω;", με ρώτησε κοιτώντας με στα μάτια. Ο Αντώνης Τσιπιανίτης (ένας από τους στενότερους φίλους της) πήγε μέσα για να μην τον δει κι έβαλε τα κλάματα... "Οχι, Μαλβίνα στ' ορκίζομαι, δεν μυρίζεις", της είπα και την αγκάλιασα. Αλλά ήδη ήξερε. Και ήξερα.

 Άνθρωποι σαν τη Μαλβίνα, επειδή είναι τόσο αταίριαστοι και ιδιαίτεροι, πολλές φορές χάνονται, γιατί τρομάζουν την κοινωνία. 


Η Μαλβίνα ευτύχησε να γίνει σταρ (πάντα ένιωθε σταρ) και να περάσει αρχοντικά ως προς το ζην. 
Μερικοί προσπάθησαν να την εξαφανίσουν και εν μέρει τα κατάφεραν , κυρίως όμως τα κατάφερε ένα προαίσθημα κούρασης που την κατέλαβε τα τελευταία χρόνια, και που δεν της άφηνε πίστη και σθένος για να δουλέψει όπως παλιά. Μια αδιαφορία επίσης για τη δόξα, που τη χόρτασε και τη γλέντησε.

Εγώ όμως δεν τη χόρτασα τη Μαλβίνα. Το εννοώ. 
Φανταζόμουνα ότι θα γεράσει και θα είναι το καταφύγιό μου, μερικές νύχτες που θα χρειαζόμουνα μια ψαρόσουπα και μια αληθινή φίλη να πούμε τις μπούρδες μας... 
Μου το χάλασε! 

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος   
 lifo.gr


«Εγώ γλίτωσα πλέον και δεν είμαι σαν εσάς.
Και χόρτασα. Και λεφτά. Και οικογένεια και αγάπη.
Κυρίως αγάπη.
Στο μέτωπο αγγίγματα-φιλιά. Και πλάι στα χείλη.
Εγώ, που μέχρι πέρσι, αν με άγγιζες εξ αποστάσεως,
φώναζα «πίσω μου σε έχω σατανά».
Εγώ χόρτασα.
Ένα χειμώνα αγάπη.
Μια άνοιξη ελπίδα.
Ένα καλοκαίρι προοπτική.
Ολόκληρο προοπτικές.
Εγώ η ξεγραμμένη.
Χρειάστηκε να ξεγραφτώ για να συμμορφωθώ
και να αγαπήσω και να αγγίξω και να ανταποδώσω και
τα πάντα.
Εγώ.
Όχι πια ορφανή.
Γεμάτη.
Επαρκής.
Μισοσίγουρη.
Και «ωραία».
Όπως με ήθελα.
Με μακριά μαλλιά.
Να ερεθίζουν ώμους και πλάτη».

  Το τελευταίο κείμενό της γραμμένο στο Νοσοκομείο...
  http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/odpan/opan119/7.html   
 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΜΑΛΒΙΝΑ ΑΠΟ : http://clubs.pathfinder.gr/malvina_karali/745912

ΜΑΛΒΙΝΑ ΚΑΡΑΛΗ                                                                                                                                                                                                                                                                                                               

Ψαριανή στην καταγωγή, γεννήθηκε στον Πειραιά στις 3 Φλεβάρη του 1954 και πέθανε στην Αθήνα την Παρασκευή 7 Ιουνίου του2002. Έζησε μόλις 48 χρόνια και έφυγε πλήρης -καθώς η ίδια είπε-, έκανε δύο γάμους και απέκτησε τρείς κόρες. Ήταν απόφοιτη του Αρσάκειου και Γαλλοαναθρεμμένη, με σπουδές κυβερνητικής στο Παρίσι. Είχε σπουδάσει ακόμη μαθηματικά και ιστορία της τέχνης.




Γλυκιά και δυναμική, πνεύμα ανήσυχο και ανατρεπτικό, με άψογη χρήση του λόγου, μορφωμένη και έξυπνη, τα έλεγε έξω από τα δόντια, γι’ αυτό πολλές φορές κόπηκε και η εκπομπή της. Κάποτε παρότι της έγινε πρόταση να αλλάξει την θεματολογία, με περισσότερα χρήματα, δεν δέχτηκε και -προς τιμήν της- αποχώρησε. Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος και αρθρογράφος σε πολλές μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά, ως τηλεοπτική παρουσιάστρια, ενώ ήταν και συγγραφέας.
Με τη δική της μοναδική κριτική σκέψη και το αιχμηρό σατυρικό της χιούμορ, με αφάνταστο θάρρος μα και περισσό θράσος, κατακεραύνωνε και διακωμωδούσε όλους όσο υψηλά κι αν βρίσκονταν, είτε ήταν δημοσιογράφοι είτε πολιτικοί. Αξέχαστη θα μείνει στο μυαλό μου η σάτιρα κατά του Σημίτη, τον οποίο αποκαλούσε… τάπερμαν! Είχε τον δικό της τρόπο να κρίνει τα κακώς κείμενα. Κάποιοι είπαν για το θάνατό της, ότι «έκλαψαν πολιτικοί και τραβεστί», εννοώντας πως είχε το χάρισμα να είναι αποδεκτή από όλα τα στρώματα της κοινωνίας.

Όταν ρωτήθηκε κάποτε αν εκδικείται, απάντησε:
«Αν θέλεις να εκδικηθείς, κάτσε στην άκρη του ποταμού και περίμενε να ξεβραστεί το πτώμα του εχθρού σου».


Ως σεναριογράφος τιμήθηκε με δύο κρατικά βραβεία σεναρίου. Για το έργο «Ξένια» (1989) του Πατρίς Βιβάνκιος και το «Κρυστάλλινες νύχτες» (1992) της Τόνιας Μαρκετάκη. Συνυπέγραψε επίσης άλλα δύο σενάρια στις ταινίες «Αρχάγγελος του πάθους» (1987) του Μ. Βεργίτση και «Ζωή χαρισάμενη» (1993) του Πατρίς Βιβάνκιος.

Έγραψε τα βιβλία: «Αθώος σαν αγαπημένος» Καστανιώτης, «Τα κορίτσια της Σαβάνα» (Νεφέλη), «Πιο πολύ, πιο πολλοί» (Αστάρτη), «Σαββατογεννημένη» (Τσαγκαρουσιάνος), τη συλλογή «Ο έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες» (Κάκτος), πέντε βιβλία μαγειρικής με τίτλο «Η κουζίνα της μαλβίνας, Μαλβινέζικα» (Αστάρτη), και τη μυθιστορηματική βιογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη «Γλυκό κορίτσι» (Αστάρτη).
«Γι’ αυτήν που έφυγε νωρίς» του Γιώργου Χειμωνά
«Κανείς να μη μάθει πώς ζήσαμε,
κανείς να μη μάθει από πού ερχόμαστε
και προπαντός, κανείς να μη μάθει
ποτέ πώς πεθάναμε».

Δείτε αποσπάσματα από τις εκπομπές της Μαλβίνας, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις παραμένουν επίκαιρα ακόμη και σήμερα…

Η Μαλβίνα Κάραλη με δικά της λόγια:
«Φίλες και φίλες, ευτευτέστετε.
Το βιογραφικό μου θα σας το περιγράψω στην ταπερμανική, για να μαθαίνουν οι νέοι και να γελάνε οι παλιοί. Γεννήθηκα στις 3 του Φεβρουαρίου περίπου, ίσως και το χίλια εννιακόσια πενήντα τέσσερα.
Δεν είχα αδέλφια που τσακώνονταν, αλλά είχα αδελφό.
Σπούδαξα και έκανα δράσεις πχιότητας στη Λωζάννη, το Παρίσι, επ” όπου και διάτριψα και το ένα ή το άλλο και το Ντισκιουετέ έλεγα με πχιοτική προφορά.
Μετά προέβην αργότερα σε επιστροφές και δούλεξα σε εφημερίδες από το Διάστημα. Δηλαδή 78-83. Και πιο μετά έφκιανα άρθρους σε περιοδικούς.
Κι ύστερα βγήκα στην τηλεόραση και είχα ένα σπήγκελ κι έρχουνταν κάτι συντρόφσες κι αυτές ζακτ, κι εγώ φρακτ και καμιά φορά και τ” ανάποδα.
Μετά έφυγε το ΠΑΣΟΚ, ενωμένο δυνατό κι ίσυσσε το Πασόκ δυνωμένο-ενατό και ξήχασα την κυβερνητική που “χα μάθει πάνου – κάτου. Κι αυτή ήταν η στάση που μου έβλαψε σοβαρά το πρόβλημα.
Γιατί, αντί μάλλον ή και περίπου, να πάνε όλα κατ” ευθήν, εγώ έφκιαχνα ΙΕΚ Τάπερμαν, αλλά το Ταπερμακιστάν άρχισε να κάνει δράσεις κατά εμού και εναντίον μου, δηλαδή πήγε να μου την κάτσει ο κοντός με γκέγκεν επιθετικό.
Αλλά δεν πειράζει, **λογοκρισία**. Διότι το γκέγκεν και το ντισκιουετέ εγώ το μιλάω στο πρωτότυπο – και με πχιοτική, όπως είπα, προσφορά – και όχι ψελλίζω δολίως και υπούλως ξέναι γλώσαι, άρα θα τα βγάνω πέρα και μετά το Ταπερμακιστάν.
Ισυσσύσατε, φίλες και φίλες, και μη χανόμαστε.



apodimos.gr






Ο θάνατός της βύθισε σε λύπη όλους όσους εκτίμησαν το ταλέντο και την αξία της...
Είναι.... "καρατσεκαρισμένο" ότι άτομα σαν τη Μαλβίνα δύσκολα θα ξαναυπάρξουν στην τηλεόραση και στο προσκήνιο γενικότερα. Ως γνωστόν λίγοι μπορούν να πουν τα πράγματα έξω από τα δόντια όπως εκείνη... Πού το ξέρω; Μα... "Μου το 'παν τα κονέξια μου!!!". 

Η Μαλβίνα είχε σίγουρα τόσο φανατικούς εχθρούς όσο και φανατικούς υποστηριχτές! Διέθετε οξύτατη νόηση και ήξερε να σατιρίζει πρόσωπα και καταστάσεις με το δικό της μοναδικό τρόπο, αρκετά πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα. Το ζήτημα στην σάτιρα της Μαλβίνας ήταν το γεγονός ότι δεν δίσταζε να τα βάλει με κάνεναν: όλοι έμπαιναν στο στόχαστρο πολιτικοί, δημοσιογράφοι, γενικώς "μεγάλα κεφάλια". 

Ας δούμε λίγο το βιογραφικό της: 

Η Μαλβίνα Κάραλη (3 Φεβρουαρίου 1954 - 7 Ιουνίου 2002) ήταν ελληνίδα συγγραφέας, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και τηλεοπτική περσόνα. Γεννήθηκε στον Πειραιά και καταγόταν από τα Ψαρρά. Το πραγματικό της όνομα ήταν Μαρία-Ελένη Σακκά.
Και ρίζες απο Ισραήλ(γιαγια απο μαμά) και εκει λέγεται οτι γεννήθηκε κιόλας...
Αποφοίτησε από το Αρσάκειο και σπούδασε κυβερνητική στο Παρίσι. 
Εργάστηκε επί χρόνια σαν δημοσιογράφος σε εφημερίδες όπως η Απογευματινή και η Ελευθεροτυπία και σαν αρθογράφος στα περιοδικά Φαντάζιο, Επίκαιρα, Γυναίκα, Κλίκ, 01, με στήλες που άφησαν εποχή όπως το Επ΄Αυτοφόρω (Γυναίκα) και "Σαββατογεννημένη" (στο περιοδικό Symbol της εφημερίδας Επενδυτής, άρθρα που κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό της στην ομώνυμη συλλογη).
Η τηλεοπτική της καριέρα ξεκίνησε στην ΕΡΤ και συνέχισε στους τηλεοπτικούς σταθμούς Seven X, ANT1, ΣΚΑΙ, Mega Channel, STAR κ.α.
Οι πιο δημοφιλής εκπομπές της ήταν το Mea Culpa (Seven X), Malvina Live (ΣΚΑΙ), Μalvina Hostess (Mega), Malvina Rixten (STAR). Ο χαρακτήρας αυτών των τηλεοπτικών σόου, που συνήθως προβάλλονταν πριν ή μετά το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, ήταν επιθεωρησιακός. Η κριτική και η διακωμώδηση της πολιτικής και των προσώπων της, τελικά την μετέτρεψαν σε χρυσό αουτσάιντερ των τηλεοπτικών καναλιών: όλοι αγαπούσαν τις τηλεθεάσεις της, αλλά κανείς δεν είχε την (πολιτική) πολυτέλεια να την φιλοξενήσει στις συχνότητές του.
Παράλληλα, ως σεναριογράφος τιμήθηκε με δύο κρατικά βραβεία σεναρίου για τις ταινίες "Ξένια" (1989) του Πατρις Βιβάνκος και "Κρυστάλλινες Νύχτες" (1992) της Τώνιας Μαρκετάκη. Συνυπέγραψε επίσης τα σενάρια στις ταινίες "Αρχάγγελος του Πάθους" (1987) του Νίκου Βεργίτση και "Ζωή Χαρισάμενη" (1993) του Πατρις Βιβάνκος.
Έγραψε τα βιβλία "Αθώος σαν αγαπημένος" (εκδ. Κατανιώτη), "Τα κορίτσια της Σαβάνα" (εκδ. Νεφέλη), "Πιο πολύ, πιο πολλοί" (εκδ. Αστάρτη), τη συλλογή δημοσιευμάτων "Ο έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες" από την περίοδο 1989-1996 (εκδ. Κάκτος) και σειρά πέντε βιβλίων μαγειρικής υπό τον γενικό τίτλο "Η κουζίνα της Μαλβίνας-Μαλβινέζικα" (εκδ. Αστάρτη). Επίσης, έγραψε την μυθιστορηματική βιογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη ("Γλυκό κορίτσι").
Έκανε τρεις γάμους και απέκτησε τρία παιδιά. Ο δεύτερος γάμος της ήταν με τον σκηνογράφο, Γιώργο Πάτσα και ο τελευταίος με τον συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλο.
Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2002 ύστερα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.
(πηγή βιογραφικού: wikipedia).



Η σάτιρα όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, ίσως να ήταν κάπως διαφορετική αν δεν είχαν υπάρξει εκπομπές όπως "Malvina Live" στο ΣΚΑΙκαι "MALVINA HOSTESS" στο Mega. 
Αποτέλεσμα της πικάντικης γραφής και λόγου της, ήταν να ξεσηκώσει αρκετές πολιτικές αντιδράσεις καθώς και αντιπάθειες...

Χαρακτηριστικές ατάκες που προήλθαν από εκπομπές της: 

"Γαμώ την ατυχία μου...!"
"Κατάρα στο λαδέμποραα!"
"ΙΕΚ ΤΑΠΕΡΜΑΝ"
"Όξω πούστη απ' την παράγκα! "
και πολλές άλλες...

Ως άνθρωπος η Μαλβίνα ήταν αντισυμβατική και αντιδρούσε πάντα με το συναίσθημα. Όπως αποκάλυψε σε πρόσφατη συνέντευξή της, η κόρη της, είχε πάντα τον τρόπο να κλέβει την παράσταση και να τραβά τα βλέμματα. 

Άλλες εκπομπές που έκανε κατά το παρελθόν, ήταν οι "Βίοι Αγίων" και το "Έγκλημα της Τρίτης" στον ΑΝΤ1.

retromaniax.gr







Της ΝΤΟΝΑΤΕΛΛΑ ΑΔΑΜΟΥ







Εκατομμύρια λέξεις, εκατομμύρια συναισθήματα, εκατομμύρια ζωές σε μία. Προφανώς κάποιοι θα χρειάζονταν εκατομμύρια ζωές για να γευτούν όσα η Μαλβίνα Κάραλη. Αριθμός ταυτότητας: Ν 246935. Όμορφο θηλυκό. Συγχρόνως, ένα κορίτσι σουρεάλ κι αιρετικό. Εγκέφαλος ιδιοφυής. Προσωπικότητα πληθωρική, σαρωτική. Πριν απ’ όλα, ένας υπέροχος, δοτικός άνθρωπος. Για όσους την έζησαν εκτός πλατό ή γραφείου (έστω, λίγο), για όσους συνεργάστηκαν μ’ εκείνη, ο χαμός της υπήρξε πολύ δύσκολος. Για όσους την έζησαν ελάχιστα παραπάνω, αξεπέραστος. Ο καρκίνος τής τρύπησε τα σωθικά. Έλιωνε. Έσβησε πολύ νέα, τον Ιούνιο του 2002, στα 48.  Και λείπει σε όλη την Ελλάδα. Ακόμα και τώρα…


Δεν ήταν μόνο το χιούμορ της, πηγαίο μεν, βιτριολικό δε, αλλά και ότι βοηθούσε –χωρίς τυμπανοκρουσίες. Πάρα πολλοί, από 35-50 περίπου ετών σήμερα, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες, που γνώρισαν τη Μαλβίνα, της ζήτησαν είτε βοήθεια για να βρουν δουλειά, είτε τη συμβουλή της σε συναισθηματικά ζητήματα… Δεν τους χαλούσε χατίρι. Όλους τους «χάλασε» όμως ο χαμός της. Εκείνη την ακολουθούσε η – κεκλεισμένων των δημοσιογραφικών θυρών– φήμη πως στήριζε συναδέλφους και μη. Όταν δενόταν παραπάνω με κάποιους, έβγαζε και το «μαμαδίστικο». Τους φίλευε στο σπίτι της, στο κέντρο της Αθήνας. Άριστη οικοδέσποινα, μαγείρευε τα πάντα, από κινέζικο μέχρι Τhai και ινδικά, όπως εξάλλου είναι γνωστό, άψογα. Σπεσιαλιτέ της, το αρνάκι με κους-κους.
Παιδιά, φίλοι, εμπνεύσεις
Οι φίλοι της ήταν «η πιο σταθερή αξία. Αν είναι να υπερασπιστώ το φίλο μου, θα ψευδομαρτυρήσω, θα ψευδορκήσω. Θα σκοτώσει και θα είμαι μαζί του. Υπήρχε μια σκηνή στο “Café Bagdad” που ο Τζακ Πάλανς ρωτάει την ηρωίδα: “Θες να με παντρευτείς;” και αυτή λέει: “Πρέπει να ρωτήσω τη φίλη μου”. Έχω κλάψει μ’ αυτή την ατάκα», έλεγε. Μητέρα της Μελίτας (που ακολούθησε τα δημοσιογραφικά «τερτίπια» της), της Μαριαννίνας και του Μίνωα ανέκαθεν έτοιμη να χιμήξει σε όσους τολμούσαν να τα πλήξουν.
Σύμφωνα με ιδιόχειρο βιογραφικό της, γεννήθηκε στο Ισραήλ, μεγάλωσε στην Αθήνα, ήταν συλλέκτρια πανεπιστημιακών ενάρξεων (Κυβερνητική, Μαθηματικά, Ιστορία Τέχνης). Αρθρογράφος στη «Γυναίκα», στα «Επίκαιρα», στο «Κλικ», στην «Απογευματινή», στη «Βραδυνή», στον «Επενδυτή», στο «Symbol». Κέρδισε κρατικό βραβείο σεναρίου για τις «Κρυστάλλινες νύχτες» της Τώνιας Μαρκετάκη που την αγαπούσε και τη σεβόταν. Έγραφε επί μακρόν στο «Penthouse» και στα «καλιαρντά» –στη γλώσσα των gay. Από τις αγαπημένες της, η Έλενα Ναθαναήλ. Της πήρε συνέντευξη το ’75 αποκαλώντας την «ωραία Ελένη».
Κολλητή της, η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η «εθνική σταρ» αποτέλεσε πηγή έμπνευσής της, όπως κι ο Γιώργος Χειμωνάς και η Ελένη Βιτάλη, οι τρεις μεγαλύτερες αδυναμίες της. Στο βιβλίο της για την Αλίκη έγραφε τα στραβά της, εξυμνούσε όμως και την ομορφιά της: το μπρίο, το υπέροχο στήθος και τα αγαλματένια πόδια της. Από τους επιστήθιους φίλους της, ο εκδότης της Lifo Στάθης Τσαγκαρουσιάνος (το «Μalvina weekend» φιλοξενείται στην ιστοσελίδα του εντύπου). Ανάμεσα στους πιο πιστούς φίλους της, ο συγγραφέας Αντώνης Τσιπιανίτης και ο Γιώργος Τράγκας με τον οποίο συνεργαζόταν για καιρό στη «Χώρα».
Και του σαλονιού και του λιμανιού
Με τον τρόπο που αποθέωνε κάποιους, άλλους τους γκρεμοτσάκιζε στα Τάρταρα. Δεν τη φίμωνες με τίποτα. Είχε το ταλέντο ν’ απογειώνει και να βγάζει τον καλύτερο εαυτό τους σε όσους την περιέβαλαν. Αθυρόστομη, φορώντας πάντα μαύρα, η φυσική ξανθιά πρασινομάτα με τα μακριά στιλπνά μαλλιά, που κατέληξε μελαχρινή με αγορίστικο μαλλί κι έφτιαξε «σχολή» με τις ατάκες-σλόγκαν της, αγαπήθηκε απ’ όλη την Ελλάδα.  Έγινε το αδιαμφισβήτητο πουλέν των media: Τέλη ‘80s στην κρατική τηλεόραση, μετά SEVEN X, ΣΚΑΪ, MEGA, ΑΝΤ1, STAR… Τόσες εκπομπές που «χτύπαγαν» κόκκινο στην AGB. Πούλαγε τρελά, ό,τι κι αν έκανε.



Η Μαλβίνα του σαλονιού και του λιμανιού συναναστρεφόταν τους πάντες, αρκεί να της έκαναν «κλικ». Αγαπησιάρα, τρυφερή, έλεγε «ευχαριστώ», φωτογραφιζόταν ως αιρετική-εναλλακτική νοικοκυρά. Δεν την ένοιαζε αν τη «καλιάρντευαν», το γούσταρε. Όπως γούσταραν οι (και καλά) celebrities να πηγαίνουν στις εκπομπές για να μάθουν «τι εστί Μαλβίνα». Να δανειστούν ένα ψηγματάκι απ’ την πολυσχιδή προσωπικότητά της. Γιατί πάντα σχεδόν μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε εκείνη, παρά οι καλεσμένοι της.
Μιλούσε για Ρολάν Μπαρτ, Μισέλ Φουκό και Ζακ Ντεριντά με την ίδια άνεση που ασχολιόταν με την trash TV. Ένα μικροσκοπικό πλάσμα που τυλιγόταν σαν γάτα στην πολυθρόνα και της εξομολογούνταν τα εσώψυχά τους οι οικείοι της. Το τσίρκο της Μικρής Οθόνης το περιέπαιζε, το εκτιμούσε όμως κιόλας με τον δικό της τρόπο. Για τον πρόσθετο λόγο ότι την πλήρωνε –κι αδρά. Έλεγε: «Δεν με αγαπάει ο κόσμος. Το κοινό δεν σε αγαπάει ποτέ, αγαπάει την επιτυχία, όπως μισεί την αποτυχία. Δεν είμαι αφελής». Κι όμως… Εκείνη δεν πίστευε στην αγάπη. «Μου έχει ξεφτιλίσει τη ζωή, μου την έχει χαντακώσει, έχει κοντέψει να με στείλει στα τρελάδικα. Πιστεύω μόνο σε μία έννοια: τη συμπόνια».  Εστέτ, έλεγε: «Κάθε πρωί που ξυπνάω, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο νου είναι η “7η Σφραγίδα”, η θρυλική ταινία του Μπέργκμαν. Έχω γεράσει πρόωρα, κάπου στα 25».
Μικρή, όπως έχει πει στη Lifo, ήθελε να γίνει κομμώτρια. «Έβλεπα τις Αρσακειάδες να θέλουν να σπουδάσουν Ιστορία της Τέχνης. Έβγαζαν μια φυλλάδα που την έλεγαν “Παρουσία”. Εγώ έβγαζα μια δικιά μου που την έλεγα “Τα Σοσόνια”».  Όσο για το πάλκο; Βγήκε στα μπουζούκια τη σεζόν ’95-96. Οι αφίσες στη Μεσογείων και στην Αγίας Παρασκευής τεράστιες. «Βγαίνω στο πάλκο γιατί είναι όλη μου η μνήμη. Αυτή που θα ήθελα να είμαι. Θα ήθελα να έχω γεννηθεί φτωχιά σε μια άνυδρη περιοχή, όπως την έδωσε ο Δαμιανός στην “Ευδοκία”. Όλοι με τον ίδιο πλάγιο λόγο μιλάμε, της Ευδοκίας, και το ίδιο πόρνες είμαστε». Δεν πίστευε στον Θεό, «από τριών-τεσσάρων ετών» κι έλεγε προβοκατόρικα για κάποιους: «Τα ήξερα όλα από τότε. Δεν πιστεύω σε τίποτα».
Γάμοι και έρωτες
Αν ανατρέξετε στο ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ ( http://www.ert-archives.gr/V3/public/d--index-archive-tv-movies.aspx) κι εκεί όπου λέει «τίτλος» επιλέξετε «Οι Νότες και τα λόγια», θα παραπεμφθείτε σε 12 εκπομπές της Μαλβίνας για την ΕΤ-1. Σεζόν, ’88-’89. Θέμα, το ελληνικό τραγούδι των καιρών. Από εκείνη την εποχή μέχρι το all time classic «Χώσ’ το τεμάχιο, μάστορα» στην ιδιωτική τηλεόραση, υπήρξε απόλυτα σουρεάλ. Στο μουσικό «σχήμα» της έκανε focus στην Έφη Σαρρή, που στα μέσα των ‘90s ήταν στα φόρτε της. Φουλ λαϊκό, μες στον νταλκά και το τσιφτετέλι, με τη Μαλβίνα να κρατάει το ντέφι. Έκανε τα απωθημένα της πράξη και μαγκιά της. Γυμνή απέναντι στο φακό δεν ένιωθε, έτσι όμως αισθανόταν όταν έγραφε. Πιο πολύ όταν την πληροφόρησαν για την αρρώστια της. Λόγια δυνατά, που τυπώθηκαν και περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Σαββατογεννημένη»: «Λαμπρά δοκίμια για τις περιπέτειες της καρδιάς και της συνείδησης. Και ταυτοχρόνως το κρυπτικό ημερολόγιο ενός γλυκού και μαύρου κοριτσιού, που έφυγε νωρίς», όπως θα πει, μεταξύ των άλλων, στον πρόλογο του βιβλίου ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος. «Η ηρωίδα του γύρισε σπίτι της. Έκανε τα τηλεφωνήματα της επόμενης μέρας. Διευθέτησε τους λογαριασμούς. Άδειασε τα ντουλάπια της. Τα έφτιαξε. Καθάρισε το ψυγείο. Έκανε παρκέ. Ξεσκόνισε. Κάθισε μετά στην πολυθρόνα της. Με ένα πλεκτό. Είδε λίγη τηλεόραση. Και πριν πέσει στα ατσαλάκωτα σεντόνια της, κατάπιε εκατό υπνωτικά. Συγύρισε τα κουτιά πριν πέσει. Ύστερα ο ανεξύπνητος. Επιθυμία θανάτου η απόλυτη τάξη. Όταν είσαι μέσα σου χάλια, λέει η μικρή, σκορπίζοντας απλόχερα τα ψίχουλά της, το μάτι σου στέκει μόνο στο ελάττωμα. Ανύπαρκτη ζωή, ρυπαρή ζωή, ζωή-ύβρις. Τότε ανακαλύπτεις παντού το ρύπο. Απορρυπαντικά. Για τις νεκρές ψυχές εφευρέθηκαν».



Ταξιδιάρικο πουλί κι αδέσμευτο, γινόταν γκέισα για τους άνδρες της, απίστευτα περιποιητική. Όμως, ήταν κάθετη. «Άνδρας που δεν είναι εδώ, δεν ήταν ποτέ εδώ», έλεγε η Μαρία-Ελένη Σακκά (όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Μαλβίνας Κάραλη). Ο πρώτος γάμος της με τον Κάραλη –τελικά κράτησε και το επίθετό του μέχρι τέλους–, ο δεύτερος με τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα και ο τελευταίος με τον συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλο. Από τους μεγάλους της έρωτες, αυτός με τον Μενέλαο Καραμαγγιόλη, που φιλοξενήθηκε στα πρωτοσέλιδα άπειρων εντύπων. Χύθηκε πολύ μελάνι και για τα ερωτικά της. Λίγες μέρες αφότου άφησε την τελευταία της πνοή στο «Ερρίκος Ντυνάν», tributes, αφιερωματικά παντού και κάποια έντυπα που σε έκαναν ν’ ανατριχιάζεις, με ρεπορτάζ απ’ το… νεκροκρέβατο!
Το πρόωρο τέλος
Όταν η ασθένεια της χτυπάει την πόρτα –σημειωτέον, δεν ήθελε καμιά επαφή με τους γιατρούς, τους φοβόταν όπως ο διάβολος το λιβάνι– φεύγει έντρομη για τις ΗΠΑ και στέλνει κείμενα από εκεί. Επιστρέφει και νοσηλεύεται στο «Ερρίκος Ντυναν», εκεί όπου άφησε την τελευταία της πνοή.
Στο φινάλε της αυλαίας της ζωής του το ανήσυχο πλάσμα που μαχόταν για ό,τι υπερασπιζόταν σαν λέαινα, αυτό το πλάσμα που μετάλλαξε τον Κώστα Σημίτη σε «Τάπερμαν» (κάτι που τον είχε ενοχλήσει, δεν κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος και αλίμονο), που σατίριζε την Ελισάβετ, ναι, ακόμα και τότε έλαμπε... Την πλαισίωναν άλλωστε οι αγαπημένοι της. Η λέαινα είχε πια γαληνέψει έχοντας πρώτα αγκαλιάσει τους δικούς της… «Γλίτωσα πλέον και δεν είμαι σαν εσάς. Και χόρτασα. Και λεφτά. Και οικογένεια και αγάπη. Κυρίως αγάπη. Στο μέτωπο αγγίγματα-φιλιά. Και πλάι στα χείλη. Εγώ, που μέχρι πέρσι, αν με άγγιζες εξ αποστάσεως, φώναζα “πίσω μου σε έχω σατανά (…). Εγώ χόρτασα. Ένα χειμώνα αγάπη. Μια άνοιξη ελπίδα. Ένα καλοκαίρι προοπτική. Ολόκληρο προοπτικές. Εγώη ξεγραμμένη. Χρειάστηκε να ξεγραφτώ για να συμμορφωθώ και να αγαπήσω και να αγγίξω και να ανταποδώσω και τα πάντα. Εγώ. Όχι πια ορφανή. Γεμάτη. Επαρκής. Μισοσίγουρη. Και ωραία. Όπως με ήθελα. Με μακριά μαλλιά. Να ερεθίζουν ώμους και πλάτη», έγραφε λίγο καιρό πριν το «the end».
Στην κηδεία της στο Α΄ Νεκροταφείο, ιντελιγκέντσια και τραβεστί, περιθωριακοί καιmainstream, όλοι ήταν εκεί. Ο χρόνος πέρασε και είναι πανδαμάτωρ. Λειτουργεί λυτρωτικά. Όχι για όλους, όμως. Για κάποιους ακόμα οι μνήμες εξακολουθούν να είναι νωπές για την κυρία του «Mea Culpa» (Seven X), για τη «Μalvina Hostess» (MEGA) ή τη σαρωτική Μαλβίνα του «Malvina Rixten» (STAR), που και απ’ τον ουρανό στέλνει το πλατύ της χαμόγελο.
athensmagazine.gr

 -Δεν μ' ενδιαφέρουν τα λεφτά. Μ' ενδιαφέρει ο έρωτας. Κι ο έρωτας είναι μάχη. Θα δώσω τη μάχη μου ως το τέλος. 
Αλλά θα σε κερδίσω, είπε η ηλίθια Μαρί Κλοντ στον Φραντς, στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα, βέβαια. 
Κι αυτός απάντησε: Ο έρωτας είναι μάχη; Δεν έχω την παραμικρή διάθεση να πολεμάω...
   Άνοιξε την πόρτα κι έτρεξε στη Σαμπίνα.

   Αν έχω καταλήξει σε ένα ερωτικό συμπέρασμα όλα αυτά τα χρόνια, δεν είναι παρά μόνο αυτό:  
Ο έρωτας είναι μάχη για όσους δεν ξέρουν ούτε κατά διάνοια τι μυρωδιά έχει ο έρωτας. 
Μην ακούτε τους ηλίθιους, κορίτσια. 
Ονειρεύονται πεδία ερωτικών μαχών σπαρμένα με πτώματα, επειδή ζουν και ερωτεύονται σαν ψοφίμια. 
Παλεύοντας με τον άλλο, με σκοπό να κερδίσουν  τον άλλο και να αναπτύξουν πάνω του εδαφική κυριότητα. 
Τέτοιοι λυσσασμένοι και μικροπολιτικατζίδικοι έρωτες, μακριά από μας κι όπου θέλουν να ΄ναι.
   Ό,τι μόνο ο έρωτας μπορεί - παράδειγμα: Ανδρέας Παπανδρέου. 
Τον βλέπω να τρέχει στην Τήνο, στη Σέριφο και στην Αμοργό και ωρύομαι: Ευλογημένε έρωτα... 
Του ΄χει δώσει μια πάσα η καψούρα, άλλο πράμα. Ακτινοβολεί ο άνθρωπος. 
Δεν καταλαβαίνει Χριστό, ούτε από μπαι-πας ούτε από τίποτα. 
Βγαίνει να ξαναμαζέψει πελατεία για τρία χρόνια αργότερα. 
Και για να πούμε την αλήθεια, φοράει τώρα πια και κανένα πουκάμισο της προκοπής, 
κοστουμάκια διαλεγμένα με γούστο. Όχι σαν παλιά που έβγαινε στη Βουλή κανελής από πάνω μέχρι κάτω.
   Ό,τι μόνο ο έρωτας μπορεί - παράδειγμα: Τζούλια Ρόμπερτς. 
Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν αυτό το εξαίσιο θηλυκό, εκτός από παιδί ενός τρελλού έρωτα; 
Το φωνάζει από μακριά. Όπως ακριβώς και η Ναστάζια Κίνσκι και η Σοφί Μαρσό και η μεγάλη Μπεατρίς Νταλ.
Αντίθετα, παιδιά που γεννήθηκαν από συμβατικούς, συμπτυγμένους, υγιεινούς μικροέρωτες ή από συνοικέσια, 
είναι ο Σαρλ Ανζαβούρ, ο Γούντι Άλλεν, η Ροζάνα Μπαρ και πολλά άφυλα δήθεν ''ωραία'' πλάσματα, 
με πρώτη και καλύτερη τη Σίμπιλ Σέπαρντ...
   Ό,τι μόνο ο έρωτας μπορεί - παράδειγμα είναι η ενδυμασία: Ο φίλος μου ο Γιάννης Αντωνίου μου έλεγε,
 πως άρχισε να φτιάχνει ρούχα παρατηρώντας τις ερωτευμένες γυναίκες. 
Ακόμη και η πιο κακόγουστη είχε πάνω της ,
κάτι που αποτελούσε άρση της κακογουστιάς: τη διαθεσιμότητα του σώματός της. 
Θυμήθηκα την ατάκα του Αλμοδοβάρ: Καμμιά γυναίκα δε φοράει χρυσά κουμπιά στ' αυτιά της, 
όταν ξέρει πως κάποιος θα της ψιθυρίσει στ' αυτάκι ένα ''σ' αγαπώ, μωρό μου''. 
Μικρές διαφορές ανάμεσα στην ενδυμασία της ερωτευμένης γυναίκας και της άλλης 
- πάντα κατά τον Γ.Α-.: Η ερωτευμένη δεν ντύνεται για να ξιπάσει τη γειτόνισσα, κατά συνέπεια, 
αδύνατον να φορέσει απλικαρισμένο κεφάλι αρκουδοτόμαρου πάνω σε μπλούζα. 
Τα παπούτσια της δεν έχουν φιόγκους ούτε μέτρια τακουνάκια. Είναι ή ίσια ή ψηλοτάκουνα. 
Αποφεύγει τα χρώματα που ''φωτάνε'' το πρόσωπο και διαλέγει μαύρα ή ολόλευκα ρούχα. 
Το αισχρό κόκκινο και το φριχτό μπλε είναι ιδανικά για κουρτίνα μπάνιου σε τροχόσπιτο, 
αλλά καμμιά ερωτευμένη δε τα καταδέχεται. 
Οι φούστες της είναι πάντα ένα νούμερο στενότερες και κοντές, σαν της Ευδοκίας - τις κομ ιλ φο, 
άνετες λινές φουστίτσες τις αφήνει για τις άλλες κυρίες. 
Φοράει μεταξωτά εσώρουχα σε ανδρική γραμμή και πάντα πιτζάμες. 
Ποτέ νυχτικιά. Οι παντόφλες αποκλείονται διά ροπάλου, όπως επίσης και οι φόρμες γυμναστικής.
   Κατά τα άλλα - και για να παραφράσω μια μεγάλη κουβέντα του Μπουνιουέλ -, 
ο έρωτας ανάμεσα στα ανθρώπινα πλάσματα θα έστεκε πολύ περισσότερο στο ύψος του - απ' όσο στέκει - 
αν φωτίζαμε τους λόγους του έρωτά μας και τις μυστικές συνδέσεις ανάμεσα στα δυο μισά..
   Επιμύθιο και δεύτερο συμπέρασμα: Αν είναι κακό να σκοτώνεις τον πλησίον σου δίχως λόγο, 
είναι χίλιες φορές πιο κακό να ερωτεύεσαι και ν' αγαπάς τον πλησίον σου χωρίς λόγο...

-Μαλβίνα Κάραλη, 1991 περιοδικό ''ΓΥΝΑΙΚΑ''

Noσταλγική αναδρομή στα φυλαγμένα κείμενα της αγαπημένης μου Μαλβίνας. 
Πόσες φορές τα διάβασα και τα θαύμασα για τη λαμπρότητα και την τεκμηριωμένη πληρότητά τους, 
αποτέλεσμα βαθιάς καλλιέργειας και πολύπλευρης παιδείας. 
Πόσες φορές δεν ξενύχτησα με το κείμενό της μπροστά μου μένοντας άφωνος,
 για το πως προσέγγιζε τις ταλαίπωρες ανθρώπινες σχέσεις και μάλιστα των δύο φύλων, 
παρέα όπως κι εγώ, με τον Μίλαν, τον Μπαρτ, τον Χειμωνά, τον Κλάιστ, 
τον Μπωντλαίρ,τον Ταρκόφσκι,τον Παπαγιώργη, τον Ρεμπώ, τον Κάφκα, τον Μούζιλ και πόσους άλλους.

-Το κείμενο αυτό είναι επίσης,
 δημοσιευμένο και στο βιβλίο ''Έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες'' Μαλβίνα Κάραλη, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ





"Ο ΕΡΩΤΑς ΚΑΙ ΑΛΛΕς ΠΟΛΕΜΙΚΕς ΤΕΧΝΕς"

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

ΔΕΝ ΜΕ ΕΛΚΥΕΙ Η ΞΕΔΙΑΝΤΡΟΠΙΑ ΤΗς ΕΞΙΣΩΣΗΣ :
"ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ  Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ".
ΕΓΩ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΤΑΞΗ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΤΗΝ ΠΕΡΑΣΩ,
ΓΙΆΥΤΟ ΣΚΑΣΙΑΡΧΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ.
ΕΜΕΝΑ ΚΑΝΕ ΜΕ ΚΥΚΛΟ ΟΜΟΚΕΝΤΡΟ , ΝΑ ΝΙΩΘΩ ΤΗ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ.
ΚΑΙ ΤΟΤΕ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ  Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΟΥ.
ΑΛΛΑ ΟΜΟΚΕΝΤΡΟ.
ΑΛΛΙΩΣ ΖΗΛΕΥΩ.
ΚΙ ΟΤΑΝ ΖΗΛΕΥΩ ΓΙΝΟΜΑΙ ΕΞΥΠΝΗ.
ΚΙ ΟΤΑΝ ΓΙΝΟΜΑΙ ΕΞΥΠΝΗ ΤΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ ΟΛΑ.
ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΚΙΒΔΙΛΟΥ ΕΝΣΤΙΚΤΟΥ,ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΧΑΜΗΛΟΥΣ.
ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΝΕ ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ.
ΚΑΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΑΦΟΡΑ.

Μαλβίνα Κάραλη