Οι ποιητές μας έγραψαν για τον Α. Παπαδιαμάντη εγκωμιαστικά τραγούδια :
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ
Στην εικόνα του Παπαδιαμάντη
Ο κάθε στοχασμός σου
ασμάτων άσμα
Στον κόσμο το δικό σου
κόσμος το κάθε πλάσμα.
Χριστέ μου, δόστου τη χαρά, τη μόνη που μπορούσε
να σου ζητήση απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
κάνε το θάμμα κι άσε τον να ζήση όπως εζούσε
σε μια μεριά που, τάχατες, να μοιάζη το νησί του.
Νάναι τα βράχια στο γκρεμό βαθιά κουφαλιασμένα,
νάχη σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια,
κι αράδα-αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά σκιαθίτικα καΐκια.
Νάναι οι νησιώτισσες οι γριές, κ' οι νιες, οι πεθαμένες
αυτές που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες -
να γνέθουν το λινάρι οι γριές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν' ανθίζουν οι γαζίες.
Κ' ύστερα ακόμα νάναι ελιές, και νάναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι και το φώς τ' αχνό να προσκυνάνε,
να τονε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια
Και την καμπάνα τους μακρυά οι αγγέλοι να χτυπάνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδή και πάλι
τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ' ακροθαλάσσι !
Αχ, έτσι αθώα, κ' έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά μαζί μ' αυτόν ν' άγιάση!..
Τα
φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη
μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος «Φέξη» λίγο αργότερα άρχισε την έκδοση των
έργων του, πού έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924 ο Ελευθερουδάκης
εκδίδει τα «Άπαντα» του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 γίνεται η
γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκιάθο, ενώ στις
εφημερίδες «Ελεύθερον Βήμα» και «Πολιτεία» δημοσιεύονται τα τελευταία
άγνωστα διηγήματα του. Το 1933, επισκεφτήκανε τη Σκιάθο τετρακόσιοι
Γάλλοι διανοούμενοι, που μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες και
άλλους θαυμαστές του, μίλησαν μπροστά στην προτομή του για το έργο του
Γάλλοι και Έλληνες. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα
γαλλικά και πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο
του. Το 1936 ο Γ. Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του. Αν
και η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση
όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα δεν υπάρχουν ως το 1935, που
να δίνουν κάτι το θετικό, που να είναι βγαλμένα από την αντικειμενική
μελέτη του έργου του.
Μερικοί
φίλοι του δημοσιογράφοι: ο Γαβριηλίδης, ο Πάγκος Καμπούρογλου, ο
Κορομηλάς, ο Ι. Ζερβός, ο Δημ. Χατζόπουλος, είναι οι πρώτοι που μίλησαν
ανεπιφύλακτα και εγκωμιαστικά για το έργο του. Όλοι όμως οι άλλοι και
κυρίως οι κριτικοί λογοτέχνες: ο Ροΐδης, ο Βλάχος, ο Μητσάκης, ο
Δαμβέργης, ο Κονδυλάκης, ο Ξενόπουλος, ούτε λέξη δεν έγραψαν για το
έργο του. Κριτική, όσο ζούσε, εκτός από τον Παλαμά στα 1899, και τον
Νιρβάνα στα 1906, δεν γράφτηκε καμιά (εκτός από τους νέους της
Αλεξάνδρειας) και στα εικοσιπεντάχρονα του στον «Παρνασσό» πάλι το 1908,
μόνο Ο Νιρβάνας μίλησε. Μάταια, ο Γαβριηλίδης γράφει: «Δεν είναι απλούς
διηγηματογράφος, είναι πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της
προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης...». Οι επιφυλάξεις
εξακολουθούν. Ο πάντα ανοιχτομάτης Ξενόπουλος διστάζει να διακηρύξει την
αξία του Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Παλαμάς, ο επισημότερος κριτικός της
μεταψυχαρικής περιόδου, συνόψισε τα χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικής
φυσιογνωμίας του, που «δίνει την άυλη χαρά της τέχνης». «Ένα περιβόλι,
γράφει, είναι ο κόσμος πού μας παρουσιάζει στις ιστορίες του (...).
Παντού τα συγκεκριμένα και τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι
άρθρα (...). Πρόσωπα, όχι δόγματα. Εικόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι
κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις». Το ίδιο κάνει κι ό Νιρβάνας στα
1906 : «Εκείνος πού θα δώσει μίαν ημέραν μακρινήν(...) την εικόνα του
Παπαδιαμάντη, του πρώτου και μοναδικού της εποχής μας, δεν πρέπει να
χωρίσει ποτέ τον συγγραφέα από τον άνθρωπον (...). Ο Παπαδιαμάντης δεν
είναι γραμματάνθρωπος, είναι ποιητής...».
Αμέσως, όμως, μετά το θάνατο του όλοι ομόφωνα σχεδόν τον εγκωμίασαν αυθόρμητα. Ο Γρ. Ξενόπουλος
τον τίμησε με μιαν από τις καλύτερες κριτικές μελέτες του : «Ο
Παπαδιαμάντης (γράφει) δεν εψεύτηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν
επροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Έκοψε μόνον Ολόχρυσα
νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής και αδιάφθορου
(...). Η ψυχή του είναι καθαυτό η ρωμέικη λαϊκή ψυχή», θεωρεί
αριστούργημα του Παπαδιαμάντη την «Φόνισσαν» και την χαρακτηρίζει
«τραγωδίαν μεγαλοπρεπεστάτην». Ο Κώστας Αθάνατος κήρυξε ότι : «μετά τον
Σολωμόν μόνον ο Παπαδιαμάντης υπάρχει σοβαρός εις τα νεοελληνικά
γράμματα».
Ο Φ. Πολίτης
με ένα αξιοπρόσεκτο άρθρο του, ανάμεσα στα άλλα γράφει: «Έλλην γνήσιος
και συγγραφεύς ισχυρός εχάρισε σελίδας εξόχου αγνότητος και ηθικής
ρώμης...». Αργότερα τον συνέδεσε με τον Σολωμό. «Μόνο ο Παπαδιαμάντης κι
ο Σολωμός, γράφει, μας έδωσαν έργα με συνολική σύλληψη ζωής, λυτρωμένα
από το τυχαίο και το επεισοδιακό».
Τελευταίος στην περίοδο αυτή είναι ο χαρακτηρισμός του Μ. Μαλακάση,
που θεωρεί τον Παπαδιαμάντη ποιητή του σκιόφωτος, αυτόματο δημιουργό
ανθρώπων και λυρικών καταστάσεων. «Πνεύμα θεού φυσούσε καί γεννούσε και
ανάσταινε. Ανάσταινε πράγματα καί πρόσωπα... Είναι περισσότερο
εκκλησιαστικός, παρά θρήσκος. Σοφός, αλλά γυμνωμένος από κάθε αγκάθι
σοφίας. Είναι μέγας στην αληθινή σημασία της λέξεως. Είναι κλασικός.
Όμοιος σε πολλά με τον Ντοστογιέφσκι, στερείται την εφευρετικότητα του
μεγάλου Ρώσου καί σώζεται από το καθετί, που θα έκανε το έργο του ν
'αρρωσταίνει ψυχές... Ποιητές και πεζογράφοι ελάχιστοι στο ανάστημα
του», θαυμαστής του Παπαδιαμάντη στάθηκε και ο Ζάν Μορεάς, που
χαρακτήρισε το «Μοιρολόγι της φώκιας» αριστούργημα της παγκόσμιας
φιλολογίας και υποσχέθηκε πώς θα το μεταφράσει κιόλας.
Θεμελιακός, όμως, σταθμός όλης της κριτικογραφίας στάθηκε η μεγάλη φιλολογική
μελέτη του Γιώργου Βαλέτα, για τη ζωή, το έργο και την εποχή του
Παπαδιαμάντη που είδε το φως το Μάη του 1940, και βραβεύτηκε με το Α'
Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Η μελέτη αυτή, πραγματικά αποτελεί
ένα ορόσημο (αναθεωρημένη το 1955 απο τον ίδιο) στην κριτική θεώρηση του
συγγραφέα. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή. Κι όμως, τα Χριστούγεννα του 1941 βγήκε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» με
επιμέλεια του Γ. Βαλέτα, μέσα στο οποίο δόθηκαν τα σημαντικότερα
στοιχεία για μια Οριστική ιστορικοκριτική τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη.
Στο τεύχος αυτό συνεργάζονται οι αριστείς του πνευματικού μας Παρνασσού:
Αγγ. Σικελιανός, Μ. Μαλακάσης, Π. Κανελλόπουλος, Νίκος Βέης, ο Αθηνών
Δαμασκηνός, Δ.Σ. Μπαλάνος, Αγγ. Τερζάκης, Γιάννης Χατζίνης, Δ.Σ.
Λουκάτος, Κ. Ρωμαίος, Ν. Ποριώτης, Ηλ. Βενέζης, Τ. Παπατσώνης, Μ.
Καραγάτσης, Ν. Λαπαθιώτης, Δ. Ευαγγελίδης, Μ. Αργυρόπουλος, Γ.
Κασιμάτης, Μυρτιώτισσα κ.ά. Επίσης καταχωρήθηκαν όλα τα ποιήματα των
ποιητών που αφιερώθηκαν κατά καιρούς στον Παπαδιαμάντη. Στο τέλος
δημοσιεύεται μια διεξοδική μελέτη του Π. Χάρη που εξαίρει στον
Παπαδιαμάντη τρείς αξίες : «Ό πεζογράφος που έμεινε όσο έπρεπε στην
ηθογραφία, και προχώρησε οταν έπρεπε στην ψυχογραφία. Ο θαλασσογράφος. Ο
ιδρυτής νέου λογοτεχνικού είδους, στα Ελληνικά γράμματα, της
εορταστικής διηγηματογραφίας». Και τονίζει: «αυτός έδειξε στον πεζό μας
λόγο το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, που είναι η πορεία του αληθινού
ανθρώπου».
Πολλοί ακόμη σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων μίλησαν για τον Αλ. Παπαδιαμάντη.
Ο Σεφέρης είχε αποφανθεί:
"Ο
Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής
Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχουμε τον Παπαδιαμάντη".
(Δοκιμές, τόμ. 1ος, εκδόσεις Ίκαρος, 1992, σσ. 253-254.)
Ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος
γράφει: "Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας αληθινός νέος Έλληνας, δηλαδή ζει
όλη τη ζωή που σχηματίζεται στην Ελλάδα από την απόκτηση της ελευθερίας
και τη ζει άμεσα στην πηγή της, στο λαό…
Ο Παπαδιαμάντης είναι γενικά ο ζωγράφος του εσωτερικού βίου της ψυχής του λαού μας".
Ο Mario Vitti
γράφει: "τα διηγήματα απηχούν τον πιο γνήσιο κόσμο του Παπαδιαμάντη
ενώ, παράλληλα, στις διάφορες ψυχικές καταστάσεις που τα ορίζουν βρίσκει
τις πιο πρόσφορες συνθήκες για την εντελώς προσωπική του αφήγηση.
Το
νησί του θα αποτελέσει το φυσικό πλαίσιο και οι συγχωριανοί του τις
τυπικές υπάρξεις μέσα από τις οποίες ο Παπαδιαμάντης θα εκφράσει την
προσήλωσή του στον κόσμο της παράδοσης και της ορθοδοξίας, των
ακατάλυτων, δηλαδή ελληνικών αξιών. Αντιστέκεται με αποφασιστικότητα
στην εισβολή των ψεύτικων δυτικών τρόπων χωρίς να φοβάται μη τύχει και
τον θεωρήσουν οπισθοδρομικό".
(Mariο Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Οδυσσέας, 1978, σ. 263.)
Οι σύγχρονοί του υμνητές γενικά τον παρομοίαζαν με κορυφαίους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Σε ένα δικό του κείμενο, "Απάντησις εις τον Ζ. της Εφημερίδος", διαβάζουμε: "Αλλ'
εγώ σοι λέγω, ότι δεν ομοιάζω ούτε με τον Πόε, ούτε με τον Δίκκενς,
ούτε με τον Σαίξπηρ, ούτε με τον Βερανζέ. Ομοιάζω με τον εαυτόν μου.
Τούτο δεν αρκεί;".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου