Ο Παπαδιαμάντης μεγάλωσε
σ' ένα ιδιαίτερα συντηρητικό και βαθιά θρησκευτικό περιβάλλον - ο
πατέρας του ήταν ιερέας και ο ίδιος ήταν βαθιά δεμένος με την ορθοδοξία
και την ψαλτική - ιδιαίτερα κλειστό, αποξενωμένο ακόμα και από την
κλειστή σκιαθίτικη κοινωνία, γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στη
διαμόρφωση του τόσο ιδιόμορφου και εσωστρεφούς χαρακτήρα του.
Μέσα
από τέτοια βιώματα διαμορφώθηκε η αντίληψή του για τον Έρωτα· τον ήθελε
πάντα αγνό, φυσικό, απαλλαγμένο από τη σαρκική του διάσταση·
ανιδιοτελής και ανυστερόβουλος να παραμένει στη σφαίρα του υψηλού
αφήνοντας μακριά το πάθος της ηδονής. Η καταστολή της ερωτικής επιθυμίας
δεν ηρωοποιεί απλά τα πρόσωπα των διηγημάτων του αλλά τα ωριμάζει
ηθικά και πνευματικά.
Η
διάσταση ανάμεσα στις επιθυμίες και τις επιλογές είναι πάντοτε παρούσα
στο έργο του Παπαδιαμάντη . Ο πειρασμός δεν είναι επιλογή ανάμεσα σε
πράγματα θετικά ή αρνητικά· είναι επιλογή αποδοχής ή απόρριψης πραγμάτων
που είναι ταυτόχρονα και αποκρουστικά και γοητευτικά.
Ο
ερωτισμός του Παπαδιαμάντη, σύμφωνα με τον Π.Μουλλά, «είναι ένα
φουσκωμένο ποτάμι που μολονότι ξεστρατισμένο από τη κοίτη του
,ξεχύνεται ακράτητο και ταυτόχρονα υποδεικνύει τις ρωγμές ενός
ακρωτηριασμένου ανθρώπου. Γιατί εδώ η συνεργασία των αισθήσεων είναι
σχεδόν αδιανόητη. Η όραση αυτόνομη, γίνεται το κύριο μέσο διαφυγής για
την ανεκπλήρωτη επιθυμία.»
Έτσι λοιπόν μόνος στη ζωή ,μόνος και στη πάλη με το θεριό του έρωτα
αποφάσισε να μείνει ο Παπαδιαμάντης. Φυλάκισε τον έρωτα στην έμπνευσή
του και τον κρυφοκοίταζε μέσα από τους ήρωές του, ιδανικό ,άγιο και
απραγματοποίητο…
Χαρακτηριστική
φράση που αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η θέση του
Παπαδιαμάντη απέναντι στο θέμα του έρωτα βρίσκεται στο διήγημα «Oλόγυρα
στη λίμνη: «Όταν έχει τις πληγήν βαθείαν κρυφήν, εις την θάλασσαν πρέπει να πλέει, μόνος, ολομόναχος»!
Από την άλλη πλευρά όμως το βέβαιο είναι ότι ο αισθησιασμός και το πάθος διαπνέουν το παπαδιαμαντικό σύμπαν σε όλα τα επίπεδα του:
είτε λοιπόν περιγράφει τη λειτουργία των Χριστουγέννων στο
εγκαταλελειμμένο ναό του Κάστρου με το ευσεβές εκκλησίασμα, τους
βοσκούς, τους ξυλοκόπους, είτε τη Μοσχούλα που "ο λαιμός της ήταν
απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της", είτε περιγράφει
κάποια αγρυπνία σ’ εκκλησάκι με λαμπάδες θυμιάματα και χρυσοποίκιλτα
απαστράπτοντα ιερά σκεύη, σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για ψυχρές
περιγραφές αλλά για περιγραφές γεμάτες αισθησιακή απόλαυση, αγάπη και πάθος.
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της ανάβασης στο βουνό τη νύχτα, μέσα από τη ρεματιά στο έργο του η «Φαρμακολύτρια» με τον θόρυβο του χειμάρρου από τους καταρράκτες, τον μυστηριώδη μαύρο βράχο και τη σελήνη που «ως να είχε βάλει φωτιάν εις εν δένδρον μεμονωμένον και το δένδρον εφαίνετο ως να καίεται», όπως ο ίδιος από αγάπη για την εξαδέλφη του Μαχούλα . Ύστερα « ανήλθε βραδεία η σελήνη αφήσασα το δένδρον μαύρον και σκοτεινόν απόκαυμα» ,όπως δηλαδή αφήνει το πάθος τους ανθρώπους όλους αλλά και τον ίδιο τον συγγραφέα…
- Στο "Όνειρο στο κύμα" μιλάει όχι ως κοσμοκαλόγερος αλλά ως νέος όλο φλόγα. Πάθος μέχρι θανάτου. Βουτάει και σώζει την νεαρή κόρη, αγγίζει το όνειρο που αναζητούσε πάντα μα ως την τελευταία στιγμή είναι έτοιμος να γυρίσει πίσω. Η Μοσχούλα είναι το όνειρο που αξιώνεται να βρει πραγματωμένο τον πόθο του, να χαρεί με τα μάτια του το γυμνό σώμα, να το πιάσει στην αγκαλιά του. Όνειρο, γιατί πριν ακόμα πάρει τη μόνιμη και καθαρή ερωτική του μορφή, πρόφτασε η θρησκευτική φοβέρα και το καταπλάκωσε αυταρχικά κι αλύπητα, στα βάθη της ψυχής του
Το
υπέροχο αυτό διήγημα που παραληρεί από αισθησιασμό, αποτελεί μια
εξήγηση του Παπαδιαμάντη για την επιλογή του, να μην ακολουθήσει τον
μοναχισμό και να ζήσει μια ζωή τόσο ιδιόμορφη.
- "Η Νοσταλγός" κρύβει έναν εξαίρετο νεαρό ήρωα τον Μαθιό που ντροπαλός και ιπποτικός μαζί, παρόλη τη φλόγα του έρωτά του, δέχεται τις επιλογές της αγαπημένης του και του ηλικιωμένου άντρα της καρτερικά και με υποταγή στο θείο θέλημα. Ο Μαθιός δεν είναι άλλος από τον νεαρό Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη κατά την διάρκεια των μαθητικών του χρόνων στην Χαλκίδα, σύμφωνα με κάποιους μελετητές του. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι οι πιο πολλές ατυχίες στην αγάπη μέσα στο έργο του Παπαδιαμάντη έχουν για θύματα τον άντρα. Στην πλάστιγγα της αγάπης η γυναίκα φαίνεται πάντα λιπόβαρη κι ο άνδρας γίνεται πολλές φορές το θύμα.
Όταν το Λιαλιώ της "Νοσταλγού"
ξεμακραίνει με το Μαθιό στην κλεμμένη βάρκα και τα ρέματα τους
απομακρύνουν, για να μην τους βρει ο άντρας της ,δεν διστάζει να "δει"
την επέμβαση κάποιου θεού που ήθελε να καλύψει την όποια της διάθεση
φυγής ή απιστίας. Στην απιστία ωστόσο και την απάτη από μέρους της
γυναίκας, βρίσκει ο συγγραφέας μας ένα μέσο για να ωριμάσει ο άντρας. Η
Λαλιώ είναι το αντικείμενο του εφηβικού ερωτισμού του Παπαδιαμάντη όπου ο
καημός της σάρκας έχει ρίξει τις πρώτες δειλές και αδύνατες φλόγες του
- Στο "Έρως - ήρως" ο Γιωργής (που "εκπληρώνει" μια μοναδική σκιαγράφηση του ψυχισμού του συγγραφέα) , με τρόπο εκπληκτικό νικά τον πειρασμό και ζει μια πρωτοφανή ερωτική τραγωδία. Το δράμα του μοιάζει με του Μαθιού, μόνο που ο Γιωργής δρα ο ίδιος, δοκιμάζεται και αποφασίζει να υψωθεί πάνω από μικρότητες και εμπάθειες που ζώνουν τα ανθρώπινα πάθη. Ορόσημο στην ερωτική - λυρική πεζογραφία του Παπαδιαμάντη αποτελεί η επιγραμματική φράση του στο διήγημα "Έρως - ήρως" όπου περιγράφεται το παιχνίδι "δείχτης" με την κλωστή στα δάχτυλα που αλλάζει σχήματα και γίνεται πότε πριόνι, πότε καράβι, πότε τραπέζι, αγραλειός κ.ά. Ή το άλλο "Δο μ' φωτίτσα - έλα παραπανίτσα" που έπαιζαν μικρά παιδιά κάποτε ο Γιωργής και το Αρχοντώ που τώρα, στα δεκαεννιά της παντρευότανε κάποιον άλλο: "Ω της αθώας παιδιάς, οπού είναι κρίμα να μην είναι τις ακόμη παιδί δια να την παίξει!" Αυτό το θαυμαστικό για την "αθώα παιδιά" δείχνει μια εξιδανίκευση του παιχνιδιού του έρωτα από τη πλευρά του Παπαδιαμάντη που μόνο η νοσταλγία των παιδικών και εφηβικών χρόνων μπορεί να δικαιολογήσει.
- Μεσόκοπος παρουσιάζεται ο Παπαδιαμάντης στην "Φαρμακολύτρια", ερωτευμένος ακόμη με την ανέγγιχτη από το χρόνο εξαδέλφη του Μαχούλα. Εδώ διαφαίνεται σε πρώτο πλάνο το δράμα ν' αγαπά μια απαγορευμένη αγάπη, ένα ανυπέρβλητο προσωπικό του πάθος. Ψάχνει την λύτρωση στο ναό της Αγίας Αναστασίας όπου η φωνή της πίστης του δίνει την καθοριστική απάντηση: "Ύπαγε ανίατε! Ο πόνος θα είναι η ζωή σου!»
- Στο "Ολόγυρα στη λίμνη" ο Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει να κατεβαίνει ένας δεύτερος ουρανός, με μυριάδες άστρα και να πλουτίζει την "εντρύφησιν αισθήματος και ρομαντισμού" των δύο αγαπημένων, "εν μέσω του ευώδους και χλοερού κήπου, με τας ροιάς, με τας ροδωνιάς, με τα αμυγδαλέας και πασχαλέας, με όλα τα εκλεκτότερα φυτά και άνθη παρά της όχθην της ωραίας λίμνης". Αυτή η έκσταση του έρωτα στη φύση, παρόλο ότι στηρίζεται στο ίδιο το σώμα, όπου φωλιάζουν τα αισθήματα, φαίνεται να μας βγάζει έξω και πάνω από τα σωματικά.
«Α,
περικαλλής μορφή! Α, όνειρον! Α, οπτασία!» θα μας πει παρακάτω…Ο Πάνος
Δημούλης αισθάνθηκε το ερωτικό κεντρί να τον τσιμπάει βαθύτερα, τόσο που
αναγκάστηκε, Μεγαλοσαββατιάτικα, να μονολογήσει "καθ' ευατόν": "Τι
θέλεις από εμέ; Φύγε, ω Βλαχοπούλα. Μη με κολάζης χωρίς να με συμπονής!
Μη με ενοχλής, χωρίς να με γνωρίζης! Πώς να καταπραύνω την φαντασίαν
μου, σήμερον Μέγα Σάββατον;…… Πώς να υπάγω να μεταλάβω την νύκτα, εις
την Ανάστασιν, ω Βλαχοπούλα;"
Σ’
αυτό το διήγημα ( από τα αγαπημένα μου να σημειώσω), που αγγίζει τα
όρια της νουβέλας, θα μας το πει σχεδόν επιγραμματικά: " αλλά πως
δύναταί τις να γίνη ανήρ, χωρίς ν' αγαπήση δεκάκις τουλάχιστον και
δεκάκις ν' απατηθή;"
Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ,ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Ο Παπαδιαμάντης εκτός από πεζογράφος ήταν και δοκιμασμένος τεχνίτης του στίχου, ευαίσθητος ρομαντικός ποιητής που μίλησε τρυφερά και πονεμένα για τον έρωτα:
"Αγάπες ταξιδιάρες στο κύμα το θολό
κι εβούλιαξε η βαρκούλα κι επέσαν στο γιαλό".
Και ένα δίστιχο από τον Ύμνο της Κόρης.
"Συ, που θάμπωσε τον ήλιο,που σ' εζήλεψ' η αυγή,
σπέρμα ουράνιο, ριχμένο, που εβλάστησες στη γη…
Σε ρομαντικούς στίχους ο Παπαδιαμάντης διοχετεύει την ερωτική του διάθεση απέναντι στις παροδικές και μάταιες αγάπες του.
"Αγάπες ταξιδιάρες στο κύμα το θολό
κι εβούλιξε η βαρκούλα κι επέσαν στο γιαλό"
"Αγάπης και χαράς γλυκεία ώρα
σ' επόνεσ' η ψυχή μου, ω μαυροφόρα!
Μη με κοιτάζης πλιά, μη με πειράζης,
Με τη ματιά σου πάψε να με σφάζης!…"
Και:
«Την νύκτα όλην άγρυπνος, νύκτα μακράν χειμώνος,
ο ναύτης προ του κύματος σιωπηλός και μόνος τηρεί τον ουρανόν,
ενώ αβύσσους διαβαίνει, και την χρυσήν ανατολήν ανήσυχος προσμένει.
Ομοίως σ' επερίμενα, να έλθης χθες, ομοίως!…
Μακράν σου είναι έρημος και αφεγγής ο βίος.»
(Τα
παραπάνω κομμάτια είναι αποσπάσματα από παλιά αδημοσίευτα ποιήματα του
Παπαδιαμάντη της φοιτητικής ρομαντικής περιόδου της ζωής του. Τα πέρασε ο
ίδιος στο κοινωνικό του μυθιστόρημα "Ρόδινα Ακρογιάλια" που
πρωτοδημοσιεύτηκε στη "Νέα Ζωή" της Αλεξάνδρειας στα 1907-1908)
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ
Το πόσο συμπορεύεται η ερωτική ηθική των ηρώων του Παπαδιαμάντη με αυτήν της προσωπικής του ζωής δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε:
- Ο ίδιος ο σκιαθίτης συγγραφέας στα ανέμελα χρόνια της νιότης στο νησί του ζει την άνοιξη ως πειρασμό και διέξοδο στους αλύτρωτους πόθους του. Γυρίζει όλο αμηχανία στα βουνά, ξαγρυπνά, μεθά με τις μυρωδιές της άνοιξης και βρίσκει καταφύγιο σε έρημα ξωκλήσια και στη βοήθεια των Αγίων για να γιατρέψει τους ερωτικούς του πόνους. Ο πόθος για ζωή και η δοκιμασία από την συνεχή πάλη της θρησκείας και της φύσης μέσα του, αποτελούν το ηθικό βασανιστήριο του νεαρού ασκητή και γεννά μέσα μας ένα βαθύ αίσθημα συμπάθειας και συμπόνιας.
Πολλές
φορές αγάπησε, αλλά μόνο με τον νου, την ψυχή και τα μάτια. Η ηθική της
χριστιανικής πίστης αποτελεί βράχο αλύγιστο στα χτυπήματα του
πειρασμού. Κάνει πάλη με το πάθος του έρωτα και νικά. Δεν υποκύπτει στο
κάλεσμα της σάρκας, λέει όχι και αυτό το όχι τον βασανίζει μια ολόκληρη
ζωή. Η νίκη του είναι νίκη και ήττα μαζί.
Η
στάση αυτή απέναντι στον σαρκικό έρωτα εξηγεί πολλά στοιχεία του
χαρακτήρα του και του έργου του. Η υπέρμετρη θρησκευτικότητα αποτελεί
ένα αντίβαρο στο κενό που σίγουρα υπήρχε στην προσωπική ζωή του και η
έκφραση της πηγαίας ευαισθησίας του εμφανιζόταν στον ερωτικό τρόπο με
τον οποίο έψελνε και υμνολογούσε στις λατρευτικές τελετές.
Επίσης
σ' όλους ήταν γνωστή η έντονη ευαισθησία των νεύρων του, οι συχνές
βασανιστικές του αϋπνίες, και πάνω απ' όλα η μελαγχολία του.
Σ'
αυτήν την ψυχαναλυτική ερμηνεία του χαρακτήρα του αντιτίθεται η
θεολογική προσέγγιση του έρωτα στον Παπαδιαμάντη από τον Π.Β. Πάσχο ο
οποίος γράφει χαρακτηριστικά: "Γνωρίζει και χαίρεται την ζωήν, ως πιστός
χριστιανός. Δεν αποκλείει από το έργον του, ως σεμνότυφος ή
διεστραμμένος, ούτε την αγάπην ούτε τον έρωτα. Ποτέ, όμως, δεν τον
βλέπομεν να είχε ή να έχη σχέσιν με την σαρκικήν αμαρτίαν! Έχει,
μάλιστα, τόσην ευαισθησίαν πνευματικήν η ωραία ψυχή του, ώστε, ουχί
σπανίως, αναμιμνήσκεται νεανικά του οράματα, κρυφοκοιτάγματα, ερωτικά
σκιρτήματα, ως μικράς τινας εκτροπάς, δια τας οποίας επικαλείται ένωθεν
το έλεος και την λύτρωσιν. Αμαρτίας νεότητός μου μη μνησθής Κύριε (5).
Για
τον Π.Β. Πάσχο και τους ανθρώπους της εκκλησίας…ο Παπαδιαμάντης αγάπησε
και δεν ήταν ανέραστος και απάνθρωπος, μα "κατέστειλε το πάθος,
επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε κ' εφάνη ήρως εις τον έρωτά του - έρωτα
χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας"!
Ο
αγώνας με τη σάρκα και η αυτοσυγκράτησή του προβάλλονται σε πολλά έργα
του και σε περιστατικά που αφηγούνται οι φίλοι του και οι βιογράφοι του.
Και παντού νιώθεις πως κυριαρχεί η αντίθεση του φυσικού κόσμου των
αισθήσεων με την χριστιανική διδασκαλία.
Μερικές
φορές φαίνεται υπερβολικός και άλλοτε πάλι μιλάει σαν ηθικός
αναμορφωτής της κοινωνίας ενώ συχνά ως αρχαιολάτρης προβληματίζεται: Οι
ηδονές του βίου πρέπει ή δεν πρέπει να αποφεύγονται;
Οι
γυναίκες που συγκινούσαν τον νεαρό Παπαδιαμάντη ήσαν μορφές αγγελικές,
με μια αγνή ομορφιά, που τόσο ποιητικά μ' ένα πρωτόγνωρο εξιδανικευμένο
ερωτισμό ξαναζωντανεύει στο έργο του.
- Τα πρώτα χρόνια της αθηναϊκής ζωής του κυρ-Αλέξανδρου ο πειρασμός τον περικυκλώνει με προκλητική μορφή. Η σπιτονοικοκυρά του η κυρά Αχιλλέϊνα τον πλησιάζει και του κάνει γλυκά μάτια με μαργιόλικο ύφος, με δελεαστικό τρόπο, αφού κατηγορεί τον άντρα της, τέλος ζητά από τον Παπαδιαμάντη δανεικά "έβγαλα, γράφει εν πεντάδραχμον από το ισχόν θυλάκιον και της το ενεχείρισα, αποστρέφων το όμμα από τους βραχίονας τους γυμνούς και κοιτάζων επιμόνως το μούτρο το σκυλίσιο, ως αντίδοτον βεβαίως κατά της γοητείας, ως αποκρουστικόν κατά της έλξεως. Και πάραυτα έφυγα… " · φεύγοντας θα έλεγε και θα ξανάλεγε με θριαμβευτική διάθεση σα νικητής του πειρασμού τη γραφική ρήση: "Ο αντοφθαλμών ηδοναίς, στεφανοί ζωήν αυτού".
Μια
από τις πιο «ηδονοβλεπτικές» σκηνές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας
αναφέρεται από τους φίλους του Μιλτ. Μαλακάση και Μιχάλη Περάνθη και
αφορά ένα ακόμη ηθικό βασανιστήριο ενός ανδρός αποφασισμένου να στερηθεί
τις εγκόσμιες ηδονές.
Μόνο
που τώρα οι πειρασμός ελλοχεύει μέσα στο σπίτι του με την μορφή της
όμορφης εξαδέλφης του, η οποία τον φιλοξενεί…( την αποτυπώνει στην
ηρωίδα του Μαχούλα στη "Φαρμακολύτρια";...)
"Όταν
καληνυχτίζονται και η Συραϊνώ φεύγει στην κάμαρά της, μια παράξενη
ταραχή μένει και τον παιδεύει. Το δωμάτιο μυρίζει γυναικεία σάρκα και
τον ερεθίζει. Ανοίγει ένα βιβλίο, αλλά το κλείνει γρήγορα. Στέκεται
όρθιος, φέρνει βόλτες, κάθεται στην καρέκλα του, αλλά η ταραχή μένει και
τρέμει στα γόνατά του. Μια μεσιανή κλειδωμένη πόρτα χωρίζει τα δωμάτιά
τους. Κάνει να βαδίσει προς τα εκεί, αλλά συγκρατιέται. Σώσον με κύριε,
ψιθυρίζει. Ύστερα σκέφτεται πως δεν είναι κακό. Θα κοιτάξει απ' τη
χαραμάδα κι αν δει φως, θα της παραγγείλει να κουβεντιάσουν λίγο ακόμα,
γιατί δεν του' ρχεται ύπνος.
Έτσι
λέει. Όμως βαδίζοντας πατάει στα νύχια, να μην ακουστεί. Φτάνει με
προφύλαξη και χαμηλώνει το μάτι του στην κλειδαρότρυπα. Σα να τινάζεται,
το αποσύρει αμέσως. Όμως πάλι ξανασκύβει. Τώρα πια κοιτάζει, κοιτάζει… Η
ξαδέλφη του γδύνεται για να κοιμηθεί. Έχει σηκώσει το φόρεμα πάνω από
το κεφάλι και το τινάζει με τα χέρια από μέσα, να βγει. Το στήθος της
αναδύεται πλούσιο στην άσπρη πουκαμίσα κι όταν πέφτει το φόρεμα λάμπουν
δυο κατάλευκα μπράτσα
Αποτραβάει
το κεφάλι του και σφουγγίζει το μέτωπο. Το σώμα του τρέμει και
ντρέπεται. Παίρνει να φύγει αλλά μετανιώνει. Σφηνώνει μια φορά ακόμη το
μάτι του. Η αναπνοή του βιαστική περνώντας από την χαραμάδα, αφήνει έναν
ανάλαφρο συριγμό. Η Συραϊνώ στρώνει τώρα το πάπλωμα στο κρεβάτι της.
Ελαστική καμπύλη σαλεύει τεζαρισμένη στο μεσοφόρι της, με κινήσεις
μαλακές, πέρα δώθε. Ύστερα στέκεται ολόρθη, χασμουριέται, απλώνει τα
παχουλά μπράτσα της προς τα πίσω και τεντώνεται. Το στήθος φουσκώνει
μπροστά πλούσιο…"
Ο
Περάνθης στη μυθιστορηματική βιογραφία "Ο Κοσμοκαλόγερος" όπου
περιγράφει το περιστατικό αυτό, ξεκινά από την παραδοχή ότι κανείς δεν
μπορεί ν' αγιάσει αν δεν υποβληθεί σε πειρασμούς.
Ο
Μιλτ. Μαλακάσης μας μεταφέρει τον τρόπο αντίδρασης του Παπαδιαμάντη
όπως του τον εμπιστεύθηκε ο ίδιος: "Έκαμα για δεύτερη φορά το σημείο του
σταυρού και κατακλιθείς εκοιμήθηκα έως το πρωί τον ήσυχο ύπνον ενός
παιδίου.
Την
άλλην ημέρα έσπευσα εις εξαγνισμόν, επροσευχήθην και έκτοτε δια λίγον
καιρόν που εμείναμε υπό την ιδίαν στέγην δεν την επρόσεξα και δεν την
εφρόντισα παρά ως πρεσβύτερος αδελφός"( Στεργιόπουλος Κ.)
Η
προσευχή λοιπόν, η νηστεία, η βαθιά πίστη και το κρασί είναι η μόνη
διέξοδος που τον κρατούν μακριά από τους πειρασμούς της σάρκας.
Καταφεύγει σ' έναν τρόπο ζωής καθαρά αντικοινωνικό. Αποφεύγει
φιλολογικές συντροφιές θαυμαστές και φίλους και αφιερώνεται στην πίστη
του και την τέχνη του σωστός κοσμοκαλόγερος.
Η
αντινομία του χριστιανού με τον άνθρωπο συνοδεύει την ψυχική εξέλιξη
του Παπαδιαμάντη σ' όλη του τη ζωή. Ο χριστιανός βγαίνει πάντα νικητής
στην πάλη του με τον άνθρωπο. Οι αποδιωγμένες, οι παραπονεμένες
επιθυμίες αφήνουν πίσω, καθώς φεύγουν διωγμένες απ' την ψυχή, την πίκρα
και το μαράζι.
"
Ο Ταγκόπουλος στο περιοδικό "Φιλολογικά Πορτραίτα" μας μεταφέρει την
κριτική του Μητσάκη όταν ο Παπαδιαμάντης διάλεξε ν' απαγγείλει σε
φιλολογική παρέα ένα ερωτικό του ποίημα.
" - Έτσι λοιπόν, κυρ Αλέξανδρε!… Έχουμε έρωτες και τους τραγουδάμε τόσο όμορφα!
- Εγώ δεν έχω έρωτες!… αποκρίθηκε ο Παπαδιαμάντης χαμηλώνοντας τα μάτια. Ο ήρωάς μου έχει!…
Και για το τέλος η διεισδυτική ματιά του Oδυσσέα Eλύτη (“Eν λευκώ”) :
“Σ’
όποια του σελίδα κι αν σταθούμε, αναγνωρίζουμε κάτω από τον χριστιανό
τον Eλληνα· κάτω από τον μυστικοπαθή, τον μεσημβρινόν αισθησιάρχη·
κάτω από τον άνθρωπο της εκκλησίας, τον άνθρωπο της σάρκας, των
μυριστικών χόρτων, του γιαλού”».
|
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Χ. ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΑΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ, O Έρωτας στον Παπαδιαμάντη
2) ΑΡΓΑΣ Τ. "Ο τύπος Παπαδιαμάντης" Οι εκδόσεις των φίλων, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αθήνα 1979
3) ΒΑΛΕΤΑ Γ., "Τα ποιήματα του Παπαδιαμάντη" περιοδ. "ΕΣΤΙΑ" Χριστούγεννα 1941
4) ΕΛΥΤΗ ΟΔ. Άξιον Εστί" Τα πάθη, Εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1973
5) ΕΛΥΤΗ ΟΔ. "Η μαγεία του Παπαδιαμάντη" Εκδόσεις "Γνώση" Αθήνα 1989
6) ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ Κ. "Η γυναίκα στο έργο του Παπαδιαμάντη" Εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών Αθήνα 1992
7) ΛΙΑΝΤΙΝΗ Δ. "ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ" Εκδ. "Βιβλιογονία" Αθήνα 1992
8) ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ Μ. "Α. Παπαδιαμάντης" Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1979
9) ΠΑΣΧΟΥ Β.Π. "Παπαδιαμάντης" Εκδόσεις "Αρμός" Αθήνα 1992
10) ΠΕΡΑΝΘΗ Μ. "Ο κοσμοκαλόγερος" Εκδ. ΕΣΤΙΑ Αθήνα 1943
11) ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ Κ. : "Έρωτας και γυναίκα στον Παπαδιαμάντη", Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1979
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου