Ο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851. Γιος παπά,
μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δυο πέθαναν μικρά) με το φόβο του
Θεού και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική
ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα ξωκλήσια και την ήσυχη ζωή του
νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή
ιδιοσυγκρασία, που τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του.
Τα
πρώτο γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στη μονή του
Ευαγγελισμού. Επί οχτώ μήνες έζησε ως καλόγερος στο «Άγιο Όρος». Φοίτησε
στο Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της
Αθήνας. Πάντα φτωχός άρχισε απο μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με
παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Στη συνέχεια γράφτηκε στη
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες
που έκαμε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής
υγεία του, του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμα
του έγινε καημός και μαράζι του πατέρα του, πού τον περίμενε να γυρίσει
καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερεις αδελφές του, πού τελικά
οι τρεις έμειναν ανύπαντρες και αυτές του παραστάθηκαν με μεγάλη
αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές και στις αρρώστιες του, όταν
πικραμένος και απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, έφευγε και κρυβόταν
στην ησυχία και μοναξιά του όμορφου νησιού του. Μα οι οικονομικές του
ανάγκες ήταν πολλές και σύντομα αναγκαζόταν ν' αφήσει την ήσυχη γωνιά
του και να ξανάρθει στην Αθήνα.
Από
τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να
κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, που είχε μάθει σε βάθος
και που λίγοι τα γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως
ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα
ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Η θέση του καλυτέρεψε κάπως, όταν γνωρίστηκε
με τον αλησμόνητο και προοδευτικό δημοσιογράφο Βλάση Γαβριηλίδη, που
ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα «Ακρόπολη». Η ζωή του
όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην «Ακρόπολη»
ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δρχ. το μήνα) και αρκετά από
συνεργασίες του σε άλλες εφημερίδες και περιοδικά, που ήταν περιζήτητες,
η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του.
Γιατί ήταν σπάταλος, κακοδιοίκητος, ανοργάνωτος. Όταν έπαιρνε το μισθό
του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (που έτρωγε είκοσι
εφτά ολόκληρα χρόνια) έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε
στους φτωχούς, σπαταλούσε σαν άρχοντας χωρίς υπολογισμό, χωρίς τη
σκέψη της αυριανής μέρας. Κι έτσι έμενε, όπως πριν, απένταρος,
στενοχωρημένος, χωρίς να μπορέσει να πάρει ένα μαντίλι, ένα πουκάμισο,
να κάνει μια φορεσιά ρούχα, πού τόσο είχε ανάγκη.. Δεν ήταν άξιος να
περιποιηθεί τον εαυτό του, η ανεμελιά του δεν έχει όρια, και συνοδευμένη
από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλέρια αδιαφορία για τα
βιοτικά, τον κρατούσε σε μια αξιολύπητη αθλιότητα. Άπλυτος,
απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, δεν νοιαζόταν για τίποτα. Ενώ μπορούσε
να ζει με αξιοπρέπεια γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα
λεφτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του, «Κατ'
εκείνην την ήμερα συνέβη να είμαι πλούσιος..» γράφει κάπου. Η
βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το
ποτό που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή
υπερβολική κούραση του κατάστρεψαν την υγεία και τον έφεραν πρόωρα στο
θάνατο.
Μα
και γενικά στη ζωή του ήταν απλησίαστη. Του άρεσε η μοναξιά και η
απομόνωση. Δεν έπιανε εύκολα φιλίες, και ήταν πάντα επιφυλακτικός,
κλεισμένος στον εαυτό του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο Γιάννης
Βλαχογιάννης, ο Μαλακάσης , ο Π. Νιρβάνας.Ακόμα και προς τον Βλάση
Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε και τον
βοηθούσε πάντα, σε κάθε δύσκολη στιγμή του, δεν του έδειξε την αγάπη που
ίσως θα έπρεπε. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και
να ζητεί την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα
ποιήματα του και τον ποιητικότατο πεζό του λόγο στα διάφορα διηγήματα
του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του
πανέμορφου νησιού του.
Οι
φίλοι του Μ. Μαλακάσης, Νώντας Δεληγιώργης, Π. Νιρβάνας, Δ. Κακλαμάνος.
Άρ. Προβελέγγιος κ.α, οργανώνουν μια γιορτή στον «Παρνασσό» το 1908,
για τα λογοτεχνικά εικοσιπεντάχρονά του και σύγχρονο του μαζεύουν ένα
ποσό για να τον βγάλουν από το οικονομικό αδιέξοδο. Και πράγματι ο
Παπαδιαμάντης πληρώνει τα χρέη του, αγοράζει για πρώτη φορά καινούρια
ρούχα κι ετοιμάζεται να γυρίσει στο νησί του. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός
ο ίδιος) προσπαθεί να τον βάλει στο νοσοκομείο.
Στα
τέλη του Μάρτη 1908 φεύγει για το νησί του, για να μην ξαναγυρίσει στον
τόπο της καταδίκης και του μαρτυρίου του. στην πόλη ".. της
δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών.." όπως έγραψε. Στο αποχαιρετιστήριο
φιλικό φαγοπότι τραγούδησε μας λέει ένα χρονικό, πολύ παθητικά (για
πρώτη φορά) σαν να 'θελε ν' αφήσει τον τελευταίο χαιρετισμό στους
αγαπημένους φίλους και στη ζωή. Ήταν το κύκνειο τραγούδι του! Στο νησί
του εξακολουθεί να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ό Βλαχογιάννης,
για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα ύστερα από λίγο τα χέρια του
πρήστηκαν και του είναι δύσκολο να γράφει. Έχει όμως ξαναβρεί τον εαυτό
του, χαίρεται το αγαθό της ψυχικής γαλήνης και μοναξιάς και ανακουφίζει
τον πόνο του. Σηκωνόταν πολύ πρωί, έφερνε μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι
υστέρα έμπαινε στην εκκλησία. Πολλές φορές οδοιπορούσε μόνος του τη
νύχτα με φεγγάρι, δίχως να λογαριάζει το δρόμο, τις ανηφοριές, και την
κούραση. Ρεμβάζει κι αναπολεί στα ψηλώματα. Εδώ στο νησί του, η ψυχή
του φτερουγίζει στις κορυφές της ασίγαστης καλλιτεχνικής του
δημιουργίας. Γίνεται ένα με τους ταπεινούς ανθρώπους του νησιού, ακούει
με θαυμασμό παιδιού τις διηγήσεις τους και με τον ίδιο θαυμασμό γυρίζει
στα ξωκλήσια και στα πανηγύρια, αποζητώντας τη λύτρωση της θρησκευτικής
γαλήνης. Μαζεύει τα ιστορικά του νησιού, τα παλιά χρονικά και συνθέτει
τα τελευταία του διηγήματα, του δειλινού της ζωής του, τα πιο μεστά και
πιο ολοκληρωμένα. Ύστερα από μια επιδείνωση της υγείας του ο
Παπαδιαμάντης το Γενάρη του 1911 πέθανε...
Έζησε
μια ζωή γεμάτη αγωνίες και στερήσεις, όπως ακριβώς οι ήρωές του. Πέθανε
από γρίπη - λίγο πριν πεθάνει από πείνα, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά -
στο τελευταίο του ταξίδι στην πατρίδα του.. Η κηδεία του έγινε μέσα στα δάκρυα και στο ανυπόκριτο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού.
Κάπως
έτσι έζησε ο Παπαδιαμάντης μακριά από τους λογίους, τους
δημοσιογράφους, μακριά από την ψεύτικη κοινωνία της εποχής του, ζήτησε
στα ξωκλησάκια, στους απλούς ανθρώπους του λαού, στην αγνή φύση, στη
μοναξιά και τη σιωπή, στην ψυχική και πνευματική απομόνωση, να απαλύνει
την απαισιοδοξία του για τη ζωή, για το «μάταιον, το συνθηματικόν και
αγοραίον πάσης ανθρωπινής αξίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου