Η πρώτη φορά ήταν πριν δεκαοχτώ χρόνια. Καθόμουν στην πολυθρόνα, είχα μόλις τελειώσει τον απογευματινό μου καφέ κι ετοιμαζόμουν να φύγω για το γραφείο, όταν ένας ξαφνικός, οξύτατος, αφόρητος πόνος μου έκοψε την ανάσα. Ήταν σαν κάποιος αόρατος εισβολέας να μου είχα καρφώσει ένα εγχειρίδιο στην πλάτη και να το στριφογύριζε με μανία στην πληγή.
Τι να είναι πάλι αυτό; Πιάστηκα; Με χτύπησε κάποιο ρεύμα, νευροκαβαλίκευμα; Πρέπει να τεντωθώ, να ξαπλώσω, να με τρίψουν, να πάρω κάποιο αναλγητικό. Όταν η μοναδική σου εμπειρία από πλευράς υγείας είναι το κρύωμα και το συνάχι, πώς να φανταστείς από πού προέρχεται ο αυτοκράτορας των πόνων, το πυρωμένο σουβλί που σε τρυπάει χωρίς διακοπή, χωρίς μείωση της έντασης, λεπτά, ώρες, μέρες ολόκληρές;
Ξάπλωσα στο κρεβάτι, μπρούμυτα, ανάσκελα, γύρισα δεξιά, αριστερά, διπλώθηκα στα δύο και ίσιωσα, προσπάθησα να αγγίξω, να πατήσω, να μαλάξω το πονεμένο μέρος, πήρα τρεις ασπιρίνες και δύο υπόθετα, άδειασα τα σωθικά μου στη λεκάνη, κοίταξα το πάτωμα, το ταβάνι, το μπαλκόνι, ένα-ένα τα έπιπλα σαν να αποκτούσαν μια διαφορετική διάσταση. Στην αρχή είπα θα περάσει, σφίξε τα δόντια, κράτα ψηλά το κεφάλι, θάρρος, περισσότερο είναι η ιδέα σου, σύντομα όμως παραδόθηκα, αναστέναξα, μούγκρισα, έβγαλα διαπεραστικές κραυγές, επικαλέστηκα θεούς και δαίμονες, παρακάλεσα, έκλαψα χωρίς δάκρυα, συγχώρεσα όλους τους εχθρούς μου, ζήτησα τους φίλους μου, κράτησα σφιχτά το χέρι της Σοφίας και το φιλούσα, μετάνοιωσα πικρά για όσα είχα κάνει και για όσα δεν έκανα, μα γιατί να μην μπορώ να πεθάνω αμέσως και να λυτρωθώ, απόμεινα ένα ελεεινό κουρέλι πεταμένο σε μια γωνιά.
Μήπως είπατε τίποτα για τον πρώτο αριθμό του λαχείου, για το μοναδικό δεκατριάρι στο προπό, για τη δημιουργία μιας λαμπρής επαγγελματικής, επιστημονικής ή καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας, για θριάμβους στις σχέσεις με το άλλο φύλο; Μήπως μιλήσατε για χρήμα και δύναμη, για δόξα, για ικανοποίηση της λίμπιντο, για κάποιον που θα γράψει το αριστούργημα των αιώνων: Μήπως άκουσα τις λέξεις ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη; Αδελφέ μου, άνθρωπε, σύντροφε, ψυχή μου, πονάω, πονάω πολύ, δεν θέλω να πονάω, γιατί να πονάω τόσο πολύ;
Δέκα χρόνια αργότερα, είχα τη δεύτερη εμπειρία. Την όγδοη, ναι την όγδοη μέρα του πόνου, ένα φίλος μου γιατρός μου είχε ήδη κάνει ως το μεσημέρι τρεις ενδοφλέβιες ενέσεις μπαραλζίν. Έπιασε τον ταύρο από τα κέρατα αλλά ο πόνος, πόνος. Βλέποντας το συσπασμένο μου πρόσωπο, είχε υποσχεθεί ή απειλήσει να έρθει κατά τις τέσσερις και να μου κάνει πια μορφίνη. Ξαπλωμένος στο ντιβάνι, είχα πάρει μια φοβερά αστεία στάση. Το ένα πόδι λυγισμένο κάτω, το άλλο ψηλά στον τοίχο ν' ακουμπάει τον πίνακα, τα χέρια πίσω να σφίγγουν το μπράτσο της πολυθρόνας, μήπως με κάποιο τρόπο, μαγικό ή συμβατικό, θα μπορούσα να εξορκίσω τον πόνο. Στις τέσσερις παρά τέταρτο, εξίσου απροειδοποίητα όπως είχε εμφανιστεί, ο πόνος έσβησε. Έμεινα απόλυτα ακίνητος, κρατούσα την ανάσα μου, λες και με το παραμικρό ο πόνος θα με θυμόταν και πάλι. Και το τελευταίο από τα πενήντα τρισεκατομμύρια κύτταρα του σώματός μου ήταν μουδιασμένο, μακάριο από την υπέροχη άισθηση του οργασμού με το κορίτσι άγγελο των ονείρων μου ή, πιο απλά, από την απουσία του πόνου. Η περιφρονημένη γεύση μιας υπέρτατης ευτυχίας.
Ότανη πέτρα είναι πολύ μεγάλη, μπορεί βέβαια να καταστρέψει τα νεφρά, δεν πονάει όμως καθόλου. Όταν είνα πολύ μικρή, περνάει από τον ουρητήρα και πέφτει στην ουροδόχο κύστη και πάλι χωρίς πόνο. Όταν είναι σε ένα ενδιάμεσο μέγεθος και αγκαθωτή, τότε σφηνώνεται στον ουρητήρα και, στην πορεία της προς τα κάτω, ξεσκίζει τα τοιχώματα και προκαλεί τον πόνο. Πίνεις λεμονάδες, πορτοκαλάδες, τσάι, τίλιο,νερό, τεράστιες ποσότητες υγρών, χοροπηδάς μέσα στην ταλαιπωρία σου σαν ημιάγριος για να επιταχύνεις την κάθοδο της και προσεύχεσαι μαζί με το αίμα να κατουρήσεις και την πέτρα το γρηγορότερο δυνατόν. Ο πόνος διαρκεί συνήθως εικοσιτέσσεριςή σαρανταοκτώ ώρες, μπορεί όμως να κρατήσει και πολύ περισσότερο. Ανάμεσα σ' όλα τ' άλλα, βοηθάει και το ζεστόν μπάνιο που κάνει το σώμα να χαλαρώσει και, ιδιαίτερα, μια νυχτερινή μεταφορά στο νοσοκομείο για ένεση.
Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι ο κωλικός του νεφρού είναι ένας καθαρτήριος πόνος που καλύπτει λάθη, αμαρτίες, παραλείψεις και κακές πράξεις πέντε τουλάχιστον ετών. Εξαρτάται βέβαια και από το προσωπικό σου μητρώο που, στην εποχή μας, δεν μπορεί παρά να είναι βεβαρυμένο. Εκείνο που παραμένει αδιευκρίνιστο είναι αν εξαγνίζεσαι για τα προηγούμενά σου κρίματα ή, προκαταβολικά, για τα επόμενα. Όπως και να 'χει το πράγμα, ξαναγεννιέσαι, αγνός κα αθώος σαν βρέφος, ξεχνάς σύντομα τη φοβερή εμπειρία και με καινούρια φόρα αρχίζεις πάλι τα ίδια. Η πέτρα του νεφρού επικρέμαται όμως σαν εφιαλτική απειλή και ταυτόχρονα σαν λυδία λίθος ή φορητός μετρητής που αλάνθαστα επίσημαίνει ένα άγνωστο κοίτασμα χρυσού.
Ετικέτες
Τα μάτια του πάνθηρα (1996)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου