Μαλώματα με το φεγγάρι…
Πάντα πίστευες ότι εγώ ήμουν η πιο δυνατή από τους δυο μας.
Με άφηνες να παίρνω τις αποφάσεις και εσύ
απλά ακολουθούσες, ίσως γιατί πάντα θεωρούσες ότι ήταν το καλύτερο και
για τους δυο μας ή ίσως πίστευες ότι με αυτό τον τρόπο με έκανες
ευτυχισμένη. Και όμως ποτέ δεν με ρώτησες αν έτσι ήμουν εγώ…ή πόσο πολύ
ήθελα να παίρναμε αυτές τις αποφάσεις μαζί.
Σκέψεις , σκέψεις μέσα στο μυαλό μου , ένα κουβάρι που προσπαθεί να ξετυλιχθεί και όλο μπερδεύεται περισσότερο…
Θυμάμαι τότε , εκείνη τη βραδιά που
συναντηθήκαμε σε εκείνο το πάρκο λίγο έξω από την πόλη .Φορούσες εκείνο
το πουλόβερ που σου είχα κάνει δώρο στα γενέθλια σου και αυτό το μαύρο
παντελόνι που σου πήγαινε τόσο πολύ. Είχες βάλει στο πρόσωπο σου αυτό το
στραβό χαμόγελο που με ξετρέλαινε και σήκωσες τα φρύδια σου
παιχνιδιάρικα κάνοντας μια κατεργάρικη γκριμάτσα, δείχνοντας πόσο πολύ
σου άρεσε το μαύρο φόρεμα που κολλούσε αισθαντικά στο κορμί μου.
Σκέψεις…που ξεπηδάνε και εγώ κουνώ το
κεφάλι μου από αντίδραση λες και μπορώ να τις διώξω , όπως τον καπνό του
τσιγάρου που βγαίνει από μέσα μου.
Να ήξερες μόνο πόσες ατέλειωτες βραδιές
προσπάθησα να σβήσω από το μυαλό μου εκείνη τη νύχτα. Να ξεχάσω την
αγκαλιά σου που κρυμμένη εκεί μέσα ένιωθα ότι χάνομαι από όλους και από
όλα και απλά ανήκω σε εσένα.
Ότι ανήκω εκεί μέσα…σε εκείνη τη λακουβίτσα ανάμεσα στον ώμο σου, που το κεφάλι μου εφάπτεται τόσο τέλεια , σαν να ήταν κομμάτι σου. Αλήθεια σου λέω προσπάθησα πολύ να ξεχάσω τη γεύση των χειλιών σου , τη μυρωδιά του κορμιού σου , ακόμα και αυτό το στραβό χαμόγελο που τόσο λάτρευα… αλήθεια προσπάθησα… Γέμισε το τασάκι αποτσίγαρα και στάχτες…Στάχτες…όπως έγιναν σε μια ανόητη στιγμή με μια λάθος κουβέντα , τα όνειρα μας…Αφήνοντας τον εγωισμό να μένει κυρίαρχος γελώντας σαρκαστικά… Όταν μου είπες να χαράξουμε τα ονόματα μας στο παγκάκι που καθόμασταν σε είπα παιδί και άρχισα να σε πειράζω , αλλά εγώ η ίδια πρώτη πήρα το μικρό σουγιά που είχες στην τσέπη του σακακιού σου , που πάντα ήξερα ότι κουβαλάς, και ξεκίνησα να γράφω τα αρχικά μας. Και μόλις τελείωσα μου έδωσες εκείνο το φιλί που είχε γεύση από τσιγάρο και δυόσμο.
…Κρυώνει η ψυχή μου απόψε και όλο καίω όνειρα για να ζεσταθεί. Δεν βοηθάνε βλέπεις και οι σταγόνες που κυλάνε από το πρόσωπό μου και όλο τα μουσκεύουν… Σαν τους τρελούς μιλάω με το φεγγάρι που μπαίνει από το ανοικτό παράθυρο μου και το μαλώνω για το γεγονός ότι δεν έχει πάει ακόμα στο προσκεφάλι σου να σου ψιθυρίσει το πόσο μου έχεις λείψει.
Φοβάμαι …να ήξερες πόσο φοβάμαι εγώ η δυνατή…
Να ήξερες μόνο ότι μια δειλή είμαι …που ακόμη με στοιχειώνουν τα λόγια που δεν τόλμησα να σου πω ποτέ:
«Σε αγαπάω .Ζήσε το , που να σε πάρει ,ζήσε το και όπου μας πάει…» Ο ήχος από το κουδούνι της πόρτας που χτυπάει με ξυπνάει απότομα από το βαθύ λήθαργο που έχω πέσει.
Σηκώνομαι νωχελικά με βαριές κινήσεις γιατί εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελα ήταν να μείνω μόνη μαζί σου. Λες τελικά το φεγγάρι να άκουσε τα μαλώματα μου;
Ότι ανήκω εκεί μέσα…σε εκείνη τη λακουβίτσα ανάμεσα στον ώμο σου, που το κεφάλι μου εφάπτεται τόσο τέλεια , σαν να ήταν κομμάτι σου. Αλήθεια σου λέω προσπάθησα πολύ να ξεχάσω τη γεύση των χειλιών σου , τη μυρωδιά του κορμιού σου , ακόμα και αυτό το στραβό χαμόγελο που τόσο λάτρευα… αλήθεια προσπάθησα… Γέμισε το τασάκι αποτσίγαρα και στάχτες…Στάχτες…όπως έγιναν σε μια ανόητη στιγμή με μια λάθος κουβέντα , τα όνειρα μας…Αφήνοντας τον εγωισμό να μένει κυρίαρχος γελώντας σαρκαστικά… Όταν μου είπες να χαράξουμε τα ονόματα μας στο παγκάκι που καθόμασταν σε είπα παιδί και άρχισα να σε πειράζω , αλλά εγώ η ίδια πρώτη πήρα το μικρό σουγιά που είχες στην τσέπη του σακακιού σου , που πάντα ήξερα ότι κουβαλάς, και ξεκίνησα να γράφω τα αρχικά μας. Και μόλις τελείωσα μου έδωσες εκείνο το φιλί που είχε γεύση από τσιγάρο και δυόσμο.
…Κρυώνει η ψυχή μου απόψε και όλο καίω όνειρα για να ζεσταθεί. Δεν βοηθάνε βλέπεις και οι σταγόνες που κυλάνε από το πρόσωπό μου και όλο τα μουσκεύουν… Σαν τους τρελούς μιλάω με το φεγγάρι που μπαίνει από το ανοικτό παράθυρο μου και το μαλώνω για το γεγονός ότι δεν έχει πάει ακόμα στο προσκεφάλι σου να σου ψιθυρίσει το πόσο μου έχεις λείψει.
Φοβάμαι …να ήξερες πόσο φοβάμαι εγώ η δυνατή…
Να ήξερες μόνο ότι μια δειλή είμαι …που ακόμη με στοιχειώνουν τα λόγια που δεν τόλμησα να σου πω ποτέ:
«Σε αγαπάω .Ζήσε το , που να σε πάρει ,ζήσε το και όπου μας πάει…» Ο ήχος από το κουδούνι της πόρτας που χτυπάει με ξυπνάει απότομα από το βαθύ λήθαργο που έχω πέσει.
Σηκώνομαι νωχελικά με βαριές κινήσεις γιατί εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελα ήταν να μείνω μόνη μαζί σου. Λες τελικά το φεγγάρι να άκουσε τα μαλώματα μου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου