Οι
αλησμόνητες παιδικές μνήμες περιδιαβαίνουν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη
ασταμάτητα και του κρατούν συντροφιά στην ατελείωτη μοναξιά του . Κι
όταν ο καημός του τον βαραίνει ο Παπαδιαμάντης κάνει το πόνο του
διηγήματα," κεντημένα με ποιητικό μαγνάδι", ντύνοντας τα με τα
θρησκευτικά βιώματά του ή τη ζωή, τα βάσανα, τους καημούς και τις
μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωες του είναι ψαράδες,
αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες
χήρες, όμορφες ορφανές ή κακομούτσουνες μάγισσες και λογής-λογιών
αγύρτισσες.
Και
όταν δεν κάνει τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, τότε παίρνει τα
θέματα του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας, Το υπόστρωμα,
συνήθως, είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με
αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη ψυχολογική
περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα κατάβαθα του ψυχικού κόσμου των
ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση και στην εποχή του, που πολλοί τον
παρομοίωσαν με τον Ντοστογιέφσκι.
Ολόκληρη
η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση που ο ίδιος
μας άφησε : «Το έπ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρωνώ, δεν θα παύσω
να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την
φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Οι ήρωες
του απλοί, ταπεινοί, γραφικοί και βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των
δραματικών συγκρούσεων τους με τη ζωή, γίνονται χαρακτήρες και
άνθρωποι.
Οι γυναίκες στον Παπαδιαμάντη είναι αυτές που κυριαρχούν και σφραγίζουν το έργο του.
Μαζί
τους συνομιλεί, μαζί τους διαλέγεται. Μαζί τους αποκαλύπτει έναν
ολόκληρο κόσμο. Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη είναι ακατανόητος χωρίς αυτή
την κυρίαρχη και δυναμική παρουσία της γυναίκας.
Πρώτες
ξεχωρίζουν οι γραίες. Μαζί τους οι χήρες, τα ορφανά κοράσια. Όλες αυτές
οι γυναίκες αναλαμβάνουν στο έργο του Παπαδιαμάντη το πάθος του κόσμου
τούτου. Αυτές αναλαμβάνουν να διασώσουν, να συντηρήσουν και να
διαφυλάξουν τη ζωή.
Οι
γραίες στον Παπαδιαμάντη είναι μορφές του πάθους, του πένθους, της
καρτερίας της χριστιανικής υπομονής. Η γραία τροφός κουβαλά τα πάθη του
βίου. Αγιάζεται. Καθίσταται μορφή ιερή, μέσα στον πόνο και τις
δοκιμασίες του κόσμου τούτου.
Είναι ακόμα η γυναίκα χήρα, που βιώνει το θάνατο, την ερημιά, τη μοναξιά, την οδύνη.
Μαζί
με όλον αυτό τον πληθυσμό είναι η κόρη που αναμένει τον έρωτα, το γάμο,
την επιστροφή του αγαπημένου που λείπει, τον αδελφό. Είναι όλες οι
κόρες που συμβιβάζονται στον έρωτα. Είναι ο γάμος χωρίς έρωτα.
Ο
Παπαδιαμάντης παρόλο που ασχολείται με τα κοινωνικά δρώμενα δεν είναι
κοινωνικός αλλά απόμακρος. "Κανένας άνθρωπος -λέει ο Σ. Μελάς στο άρθρο
του "Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ένα σκίτσο"- πνευματικός ή μη, στη
νεότερη Ελλάδα, δεν έδειξε τόση περιφρόνηση προς κάθε κοινωνική
προαγωγή, κάθε διάκριση, κάθε αριβισμό, όσο ο Παπαδιαμάντης.
Ο
Παπαδιαμάντης λοιπόν, αποφεύγει τη ζωή, γίνεται απόκοσμος -το μαρτυρεί
εξάλλου η πάντα λερή εμφάνισή του- και προσπαθεί την ηρεμία της ψυχής
του να τη ζητήσει μέσα σ' ένα κόσμο αγαθό, τον κόσμο των παιδικών του
αναμνήσεων.
Ο Π. Νιρβάνας (σε κείμενό του, στο 15/νθήμερο μυτιληναϊκό περιοδικό Χρυσαυγή, στις 15.10.1910 μεταξύ άλλων) περιγράφει τα μέρη όπου σύχναζε:
"Και
έπειτα τον είδα ακόμη, τον είδα εις γωνίας σκοτεινάς ρυπαρών καφενείων,
αριστοκράτην ρακένδυτον, περιμένοντα με αγωνίαν το καλαμάρι και την
πέναν, που του είχε αρπάσει ο πρώτος τυχών από τους θαμώνας δια να γράψη
μίαν χυδαίαν επιστολήν.
Παρόμοια, επιβεβαιώνει ο βιογράφος του I. Ζερβός:
«Τα
διηγήματά του έγραφεν όπου ετύχαινεν. Εις το καφενείον του Τσούτη της
συνοικίας Ψυρρή εγράφησαν πολλά και άλλα εις το παντοπωλείον Καχριμάνη
και άλλα εις τα δύο καπηλεία της Σκιάθου»
Το
καφενείο, λοιπόν, το παραδοσιακό και το καπηλειό, το υπόγειο
οινομαγειρείο με τους βρόμικους τοίχους και τα πρόχειρα τραπέζια, όπου ο
φτωχόκοσμος πήγαινε να πιει και να φάει, υπήρξε ο χώρος που ο
συγγραφέας συνέθετε τις διηγήσεις του.
Είναι
οι χώροι που ο Παπαδιαμάντης απομονωνόταν για να εμπνευσθεί ενώ
συγχρόνως ζούσε μέσα στα κέντρα του γίγνεσθαι της κοινωνίας της εποχής
του. Από τα γραπτά του λοιπόν, όρισε το καφενείο ή το καπηλειό, ως το
μέρος που ο κόσμος πήγαινε να ψυχαγωγηθεί, να μαζευτεί, να κάνει τα
αλισβερίσια του, να πάρει τις αποφάσεις του για την πολιτική, για τα
προξενειά, για τα σπουδαία.
Ο
Παπαδιαμάντης στα γραπτά του ασχολείται με όλα τα καίρια εθνικά,
κοινωνικά, ατομικά, πνευματικά ζητήματα όπως: "Μετανάστευση, προίκα,
τοκογλυφία, χαρτοπαιξία, ένδεια, στερήσεις, κρατική αναλγησία, πολιτική
εξαθλίωση, μεγαλοϊδεατισμός, ξενομανία, ελλιπής παιδεία".
Η
ματιά του είναι διεισδυτική, εντοπίζει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας
και πότε με σατιρική διάθεση, πότε με "ωμό" τρόπο λέει τα πράγματα με το
όνομά τους.
Ομιλεί τη γλώσσα της αλήθειας με καυστικό τρόπο κερδίζοντας τον τίτλο του ανατόμου της λαϊκής ψυχής.
Αυτό
το πέτυχε όχι μόνο εξαιτίας του χαρισματικού του ταλέντου αλλά και της
βαθιάς συναίσθησης ότι το μεταφυσικό και υπαρξιακό περιεχόμενο της
τέχνης και του λόγου οφείλουν να έχουν και να ασκούν, αβίαστα, έναν
αποκαλυπτικό κοινωνικό ρόλο.
Ο κυρ - Αλέξανδρος χωρίς να είναι επαναστάτης, επαναστατεί όταν η κοινωνία γίνεται εχθρικός τόπος για τον άνθρωπο.
Η
καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, "γιατί
διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου
ανθρωπισμού". Σιγά-σιγά όμως απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα
λαϊκά στοιχεία, και λίγο πριν το θάνατο του έγραψε και διηγήματα στη
δημοτική γλώσσα. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος και γόνιμη φαντασία.
Σκορπάει στις σελίδες του το απόθεμα της θρησκευτικής του κατάνυξης, που
τον συγκλόνισε από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην
περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής.
Εικόνες με λυρική έκρηξη, τρυφερότητα και ανθρωπισμό διατρέχουν τα
διηγήματα του.
Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν την Παναγία.
Να ένα από τα πιο γνωστά:
Στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί
Ἅφες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ μὲ ἀπελθεῖν
καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω.
Ψαλμὸς τοῦ Δαυίδ.
Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κι ἡ Ἄννα,
ποῦ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα,
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.
Ἅφες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ μὲ ἀπελθεῖν
καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω.
Ψαλμὸς τοῦ Δαυίδ.
Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κι ἡ Ἄννα,
ποῦ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα,
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.
Πολλά επίσης είναι αφιερωμένα στη μητέρα του:
"Μάννα μου, εγώ 'μαι τ' άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφεί κι απ' όπου κι αν περάσει,
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ' αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ' αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.
Στην αγκαλιά σου τη γλυκιά, μανούλα μου, ν' αράξω
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακριά τη θύρα ν' αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βασανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη
π' αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θαύρει.
Κι εκείνη μ΄αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
"Ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες
όντας σε έπλασ' ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες".
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφεί κι απ' όπου κι αν περάσει,
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ' αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ' αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.
Στην αγκαλιά σου τη γλυκιά, μανούλα μου, ν' αράξω
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακριά τη θύρα ν' αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βασανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη
π' αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θαύρει.
Κι εκείνη μ΄αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
"Ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες
όντας σε έπλασ' ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες".
Κι
όμως, ο Παπαδιαμάντης που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο,
του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δεν θεώρησε ποτέ του ότι ήταν
και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό και
του πεζού του λόγου. «Γι' αυτόν η ποίηση υπήρξε ένα μυστικό σάλεμα της
βασανισμένης του μυστικοπάθειας, χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και
στολίδια κι έτσι πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια
αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η
πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά
του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα, δεν εκφράζει παρά την προσωπική του
εξομολόγηση».
Πηγές
· www.deyteros.gr
· "Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: αυτοβιογραφούμενος", Επιμέλεια Μουλλάς Παναγιώτης, Εκδ.Εστία, 1999
· Θέμελης Γιώργος, "Ο Παπαδιαμάντης καί ο κόσμος του", Εκδ.Διάττων, 1991,
· ομιλία του Ευθυμίου Κουφογιάννη στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Τρικαίων, 4/12/2001)
· wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου