Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Τάσος Κάρτας, Ιωβηλαίο Ρέμβης Χρυσηίδων Σιωπής (απλή συνωνυμία άλωσης λέξεων)


 

 

Τάσος Κάρτας, Ιωβηλαίο Ρέμβης Χρυσηίδων Σιωπής (απλή συνωνυμία άλωσης λέξεων)

ΣΚΕΥΗ ΗΔΟΝΗΣ (που βγάζουν το φίδι απ’ την τρύπα): πολύτροπες στροφές με πολύ μεγάλο τίτλο, Φαύλος Δούρειος Χρησμός για την πάλαι ποτέ Επιούσια Ομοιοκαταληξία (η Ποίηση μια ήττα στο παρόν, ο ποιητής ο πιο γενναίος απ’ τους ηττημένους, χρονομέτρης του μηδέν άγαν)
 [από μηχανής ΘΕΟΙ λέξεων από την ανέκδοτη e-συλλογή του Τάσου Κάρτα ΙΩΒΗΛΑΙΟ ε-ΡΕΜΒΗΣ (έρμαιο επέκεινα λερναίας εμμονής): Τόσα χρόνια μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, γράφω και ξαναγράφω αυτό τον Φαύλο Δούρειο στίχο, λευκή και απρόσιτη παρομοίωση στ’ αναφορικό φεγγαρόφωτο, απλή σκέψη πτερόεντος λόγου άμεμπτων συμβολισμών ΕΠΙΟΥΣΙΑΣ ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑΣ, Νόστιμον ήμαρ για την Κολχίδα της Ποίησης, όπου αυτοσαρκάζοντας τον αδιέξοδο ποιητικό μου οίστρο, δολώνω μ’ άδειους στίχους αγκίστρια μεταξένιων συνειρμών μήπως και πιάσω μεστή τη διάθεσή σου για ονειροπολήσεις (όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει λυρισμό κι ωραία λόγια. Ένας στίχος που είναι να βγει… να κρυφτούμε πίσω απ’ τις εικόνες των λέξεων του.).
-1-
Όλα ήταν ριγμένα στο μεγάλο πιθάρι της φαντασίας ναύλος για τη λινή κοιτίδα της κυριολεξίας… κι από την έξω τη μεριά γυναίκα σε στάση φαύλης αναμονής άκρατη ποζάρει στη δίνη της παρομοίωσής της

προθέσεις ερασιτέχνη φωτογράφου
με εσωτερικές διαστάσεις χίλιες και μια νύχτες
δρομολόγια επιθυμιών αεί και νυν
που με τους σταλακτίτες επικεφαλής
σεληνιάζονται ανερμάτιστα με κιβωτό χρωμάτων
-2-
Ένα στίχο παντογνώστη αφηγητή ονειρεύομαι με εσωτερική εστίαση συν πλην Ουσίας, αίφνης ονειροδίαιτο δυο κατά λέξη δισταγμών με το στιχοπουκάμισο μυριάδων μνήσθητι σμαράγδι υπονοούμενο είλωτα υπερρεαλισμού – Όνειρα που ονειρεύονται την ηχώ της μοναξιάς τους
άνοιξες διάπλατα τα πόδια
κραδαίνοντας τρυφερά ξεσπάσματα λέξεων,
μαινάδα αμέτρητες φορές και Ποίημα
στα έγκατα κτερίσματα της Ρέμβης του P.C. μου
-3-
Απ’ το ένα σου το αφτί φωνήεντα γκρενά απ’ το άλλο μου τι αφτί προσήκον κόκκινο ανοιχτό ανάσκελα προσήκει – ούρλιαξες σαν έτοιμος από καιρό της λαγνείας σου τον τελευτώντα ρεμβασμό
κύκνειοι κάλυκες αείφυλλων γυναικών
χρώματα δισταγμοί συνηρημένοι
συν Αθηνά κι άλλες παρωπίδες «δήθεν»
σε μαύρο φιλμ βουβό
(σε ποιον ιστό του μέλλοντος σκύβαλο παραλήρημα;)
-4-
Με καραβιές εξώφυλλου τρέχοντος ερωτισμού εν ριπή οργασμού σε δίψασα ξανθό κρασί – πέρα βρέχει scrabble νοημάτων μονόλογων μηδέν εις το πηλίκον υψικαμίνου σώματος
όποιος μπαίνει στο μίσχο του ποιήματος
υγρός και θρύψαλο  βαθύς και εύοσμος
γυμνός μες την αχλή του
θα φτάσει στο σμαράγδι του υο υπονοούμενο-
δεύτε πολύπλαγκτον σπασμό
λαξευμένο πολύτροπα σε φλοίσβο αυτοσαρκασμού
-5-
Ένας ειρμός Μεσσίας εν ριπή σέπαλου, Χρυσηίδες στίχων συμπληγάδες λίμπιντο στα συμφραζόμενα χρυσής ανταύγειας ονείρου
μεσολαβούν στίχοι εικονολάτρες, φωτογραφία λεξιθήρας
πλην ο αφαλός της μοναξιάς υποτελούς αιδοίου
ομοιοπαθητική αναμόχλευση
εκείνης της κόκκινης πεταλούδας των αγρών
με τα φτερά της καστανιέτες στο χορό των λουλουδιών
-6-
Στα διάσελα του ιάμβου σ’ αυτό ή σ’ άλλο ποίημα επτά πλέθρα έπιασε πέφτοντας ο στίχος –«έρως ανίκατε μάχαν» σε κυνηγούν ερινύες συνήθειας στη γαλάζια υδατογραφία
στιγμές με τη λάμψη της αστραπής
αιώνες με τη σφοδρότητα της καταιγίδας
μας χωρίζου άμαχες λέξεις
εκατομμύρια έτη φωτός
ετοιμόρροπη σιωπή εύφημη χρεία
στιχάκια αλληλέγγυα στην ποιητική τους αναδίπλωση
άπω βούκινο ερημίας έσω –
με υποτάσσει η πεμπτουσία των ανατροπών,
με διαπερνάει σειρήνα Φαντασίας και Λόγου
-7-
Κύκνειοι κάλυκες οργασμού λάμνουν τη μεροληψία τους εις το θεαθήναι των λέξεων – ποιήματα μηρυκάζουν άλλα ποιήματα, γραμμική άβατων στίχων στ’ άδυτο περιθώριο άλλων στίχων προστρέχει
πόθος αναστενάρης μέσα σ’ άλλους πόθους
που κάπως ξέρει από μελαγχολία
από μηχανής Θεοί Λέξεων
και τα πάντα ασημένια ποιήματα –
αν όλα τούτα είναι σκιές
εμείς πού είμαστε τάχα;
κι ο Έρωτας, το Ποίημα, η αγωνία του η κρυφή
πού απαγκιάζουν έξω απ’ το αμπάρι τους;
σε ποιανού όνειρο μέσα είμαι, είσαι άραγε;
-8-
Περίακτοι συμβολισμοί αείφυλλων γυναικών, επιδείνωση άστατου ποιήματος στου ουράνιου τόξου τις λιόκαλες σπονδές σκύβαλο παραλήρημα φυλλοβόλου λόγου
σημαδιακές κουβέντες όστρια μοναξιά
στα μάτια σου τα χρόνια λόγια τα πάθη λάθη
σε χέρια γυρίζουν και προπορεύονται
απ’ την ανέμη των ποιητών -μαρμαρένια κατακλείδα
σ’ άλλων ερωτευμένων τα νικηφόρα όνειρα
θ’ ανταμώνουμε κυματισμούς ηδονικών βλεμμάτων
-9-
Οιωνοί με τις φτερούγες της κραυγής τους ανοιχτές: Ό,τι χάνεις σε ζωή στύβοντας έμπνευση και σεκλέτια μεταγγίζει προς τα μέσα το σπόρο το καλό τον χερουβίμ –τρέχον σώμα πρόσω ηρέμα…
κάγχασε μέσα απ’ το ακουστικό κοχύλι του
ουραγός πρίγκιπας βασιλιάς των χορευτών της λίμπιντο
στο ίδιο μήκος κύματος με την ορμή των στίχων
στην προσωματική περίοδο του Ποιήματος
-10-
Τρομάζω στη γλώσσα των ποιητών το άγχος της μετ’ επανόδου διαδρομής- πυρ, γυνή και ποίημα τελεσφόρο και κάτι ακόμα που ήταν να ειπωθεί αλλά δεν βρέθηκαν έκπληκτες λέξεις
όμως σ’ αυτό εδώ το Ποίημα
προπατορική χαρούλα η ποδηλάτισσα
διασχίζει κάθετα το πρωινό μας Σάββατο
αρμενίζοντας όλες τις ευκτικές
παράλληλα μ’ ένα στριγκό κουδούνι-
ιδιωτική οδός δημόσιων λιθοβολισμών
προσπέραση στιγμιαίας νοσταλγίας
απ’ τη γυαλιστερή πλευρά ζουμ ποδηλατόδρομου…
-11-
Και βλέπω εκείνη τη γυναίκα φωτιά ψηλή σα ρίγος αναμνηστικό της προσευχής, εικόνισμα που δείχνει τη ψυχή όλων των λουλουδιών- θέση περίοπτη στο Ποίημα για τη λέξη εσκεμμένα
έχω πιαστεί στην ίδια παγίδα με Λαιστρυγόνες  Κύκλωπες
τη Μαρία Μαγδαληνή θλιμμένη Παναγιά
τις πιο πολλές φορές ήταν Πάσχα
κι έριχνε μια ψηλή βροχή Μεγάλης Παρασκευής
πνιγμένοι στίχοι σ’ ανελέητες στιγμές
συνονθύλευμα Κυριακής εστίασης, γόρδιο κενό,
διελκυστίνδα χρόνου, χώρου, ιδεών δεκαπεντασύλλαβων
με σβησμένη τη κραυγή τους
-12-
Προτού να είσαι σε θέση να διαλέξεις άκλιτες λέξεις απλώνεται άρδην ατέρμονο Ποίημα –μοναξιά παντάνασσα
δεσμώτης στον ίλιγγο της σκιάς των λέξεων
γυμνός από γραφή και έμπνευση
έμαθα να κρύβω ό,τι πιο πολύ ποθώ –
ό,τι κρύβω όλη η αλήθεια…
νόστιμον ήμαρ μεταξένιων συνειρμών
στον πηγαιμό για την Κολχίδα της ποίησης
οι λέξεις μέσα στο Ποίημα…
κι οι εικόνες που τις έντυσαν λαβύρινθος επιθυμίας
-13-
Ω μοναξιά εισχωρείς μέσα στο βράδυ δια πυρός και συμβόλων: η παρομοίωση πέτυχε, επωδός μεταφορά αλλά ο ασθενής στίχος δούρειος χρησμός κάθε τρεις και τόσο μ’ άλλο στιχοπουκάμισο…
«Ας βγουν οι λέξεις λυγαριές και τα μπουμπούκια κρήνες»,
που λέει κι ο Ποιητής,
ν’ αποδεκατίσουν τ’ αποσιωπητικά
που φωταγώγησα στο παρακατιανό μου ποίημα
Λάχεσις, Κλωθώ, Ατροπός υστερόβουλες
ψευδώνυμος συμβολισμός για την απρόσωπη λαγνεία
ή τελικά και τέλεια
το υποκείμενο του ηλιόπληκτου ποιήματος
πνέοντας μένεα
στην ασύστολη μονέδα της ετεροπροσωπίας του
-14-
Μην παίζεις με τις λέξεις τα προσανάμματα της μοναξιάς μην φάσκεις κι αντιφάσκεις γι’ αυτό τον ένα λόγο που είναι «νέμεση», «δόλος», «εγκώμιο πρηνηδόν», «μια αρκούδα καφέ»
το θρόισμα της μαγεμένης πεταλούδας
η στάχτη του ποιήματος
που ρίχνεις στο κρασί σου για να μεθάς πολύ
κι η Γερακίνα που με το γυναικείο πεπρωμένο της
θα κορφολογήσει
στο φασκιωμένο με λιλά και άσπρα χρυσάνθεμα κολοβό σου ποίημα,
τα ασαφή του όρια…
-15-
Στο μπαλκόνι του φθινόπωρου το κορίτσι με τις δίδυμες πλεξίδες υποδύεται ένα μοβ ποτιστήρι μεσούρανα της νοσταλγίας μαγικού ρεαλισμού
γλάστρες με τους φίκους μυτίζουν τους πόθους της νύχτας
κι αναδύεται από το παραλήρημα κορυφαία σιωπή
ξόρκι στον εξπρεσιονισμό δίσεκτου χειμώνα-
όπως η βροντή του σύννεφου απ’ το βλέμμα της αστραπής
έτσι κρέμεται σε μια κλωστή κατηγορικός ο στίχος
κι ώσπου να πεις κύμινο
χρώματα μουσικές χτενίζουν την κοτσίδα των ονείρων σου
-16-
Πέρα βρέχει scrabble νοημάτων μονόλογων, χιονίζει Χρυσηίδες στίχων, μα εγώ δεν είμαι παρά το άθυρμα στις κλαίουσες μονομανίες μου
όμαιμος σε μια λάμψη σαν της αστραπής
στων υακίνθων την ουράνια σκάλα
σ’ ένα ενάλιο κορμί ως τα πλάτη ηχηρών ανέμων-
ψυχή μου διάτρητη στη ρότα άσφαιρου τοπίου
τι τέξεται η επιούσια έκφραση;
ποιο γόητρο ξοδεύουνε οι λέξεις της;
σε ποιο λημέρι αποκοιμήθηκε σειρήνα έμπνευσης;
μήπως αναρωτιέσαι ανέξοδα
κλώθοντας δίκλωνες κραυγές απ’ την αφάνεια σου;
-17-
Να σηκωθεί η φούστα σου στης μοίρας μου το δρόμο, να γδύνεσαι χαμόγελα και λάγνα σ’ αγαπώ, για να ψιλώνω ως τα κατάρτια του ουρανού όπου παραμονεύει το αειπάρθενο φιλί σου – αιωνόβια προσμονή σαν αγιασμός στα μάτια
μούσα ανάγλυφη μοναξιά
μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι
διάττοντες στίχοι κλιμακτήριος ρυθμός
κοπάδι μαδημένες μαργαρίτες
γλυκοματιάζοντας συνουσία διττή
ασπαίρει και βογκά στύση αποδημητική
καθώς
ουράνια κόρη γδύνεται τις αστραπές
το θείο της βιολί μπροστά στα μάτια μου οπλίζει μουσική
βογκάει λυγάει τα κλαδιά ο βυθός ο μαύρος της προσευχής
απλώνει χρυσώνει τα βήματα το μαντήλι το χρυσό του ονείρου
ξεχειλίζει το στήθος των πραγμάτων ρωγμές,
Φύτεψα ήλιους τριαντάφυλλα σήμερα
κι απ’ τον κήπο σου πέταξε ένα πουλί…
-18-
Οι προτάσεις των Ποιητών σειρήνες μ’ απειλή και κίνδυνο, μεγαλώνουν στην αφαίρεση μυριάδων «μνήσθητι» – στα χείλια του ασφόδελου μια πολιτεία πασχαλίτσες
η ποίηση του καθενός δική του ελπίδα υποτέλειας
μήτρα αλλόκοτης αλληγορίας μύθος αλήθειας,
σύμβολο μνηστήρων μάθημα πάθημα φύρδην μίγδην
τι πλανόδια που είναι η θλίψη
τι βλέμμα η σιωπή των στίχων-
μας χωρίζουν άμαχες λέξεις ως την τέλεια Χρυσηίδα-
έτσι το έδεσα σκοινί κορδόνι το Ποίημα
κάθε τρεις και τόσο μ’ άλλο στιχοπουκάμισο
-19-
Εκεί που ήξερα να πω το τέλος εύφλεκτο σπέρμα δρομολόγησε την εμβέλεια της βάρδια του στις έγκλειστες κλεψιγαμίες  ως υποχθόνια διάψευση. Φευ! Πάλι θα κάνει κατακλυσμό λέξεων
κύκνειου οργασμού άναυδο σώμα
περιβόητο λευκό χαρτί
απ’ το ανοιχτό παράθυρο φεγγίζει η μελαγχολία του καιρού
ω μοναξιά εισχωρείς μέσα στο βράδυ
σαν κλητική προσφώνηση βοώντος θανάτου
-20-
Ζωγραφίζοντας λέξεις ανθίζουν Ποιήματα προσάναμμα της μοναξιάς που κουβανώ on line στο P.C. μου- μακριά ηδονή από σταξιές επέκεινα στον ίσκιο της τον κλιμακτήριο αμίλητο νερό
Ζωγραφίζω μιαν καινούργια μέρα εβένινη χωρίς μεσημέρι
ζωγραφίζω το πρωί δυο μεγάλα μάτια απ’ ουρανό γαλάζιο
ζωγραφίζω νύχτα τους φρουρούς σμάρι κορυδαλλούς και χίμαιρες –
εις αύριον οι σπουδαίες μυοσωτίδες
ό,τι κι αν ζωγραφίζω
οξιές ερειπωμένες πίσω απ’ το κρυμμένο βλέμμα
δισταγμοί που βιώθηκαν κι άλλοι που δεν
διατέλεσαν ριπές του ανέμου στον τρύπιο ουρανό-
-21-
Τις πρώτες μέρες έχεις να πεις πολλά έπειτα συνηθίζεις κι αυτό που έχεις το φυλάς αρτεσιανό της Κυριακής ανήκεστο Δευτέρας μη σε βρει η μέρα μ’ άλλους στίχους αποστροφής
Ουρανό ατένιζες
που έφτιαξες με βλέμματα συνομήλικα με τη σιωπή
μισή τυφώνας βάρδια φουρνέλα ιχώρ
μισή ύλη σπέρματος και απορία χαλεπή
πνιγμένη σε υπαινιγμούς με όνειρα –
γυριστρούλα σιωπή στα πιο ψηλά τα κείμενα
γοργά καθώς διαβαίνει λεξικό τοπίο
λαμπικάρει έως το κουκούτσι του
εξαπτέρυγο θαυματουργό σχεδόν αχειροποίητο
μόλις Ποίημα η χθεσινή μου έμπνευση-
-22-
Άναρχο ποίημα σφαγμένο εντός μου σφαδάζει σε θήκες μ’ όνειρα, στα ύφαλα της Ωγυγίας του Ποιητή παραλήρημα φυλλοβόλου λόγου αείφυλλων γυναικών
πλην ο αφαλός  της μοναξιάς υποτελούς αιδοίου
μηδέν εις το πηλίκον συλημένου σώματος Λέξεων
προφητεύω τη χρυσή βροχή
με σινιάλο υγρόληκτα μογγολικά στιχάκια
η αλήθεια της ζωγραφιάς των στίχων
κουμπωμένη μέχρι το λαιμό-
-23-
Μες στη στρεβλή αναίδεια της νυχτιάς υποτακτική αιδώς χθόνιων ήχων, αχίλλειος πτέρνα φυλλοβόλου λόγου – εμβόλιμα στη μεταφυσική ανησυχία διαδραματίστηκαν δυο σώματα γυμνά
μισθοφόρος ρέμβη SMS με διάθεση για Ποίημα,
ποίημα που τεντώθηκε στους στίχους μες στη νύχτα,
Νύχτα του Α κεφαλαίου που έγινε ωμέγα μικρό
εν ριπή κοπετού φωνήεντα εκκρεμή ε και ι-
με «γης μαδιάμ» και «έξω φρενών»
αν γίνουν ποίημα σέπεται
αν μείνουν στη σιωπή τρων τα σωθικά τους
-24-
Βολεύονται τα χέρια των ποιητών στην έτοιμη δομή ραγδαίων στίχων λάθρα βιώσαντες χρησμούς γραμματιζούμενους, ερείπια ιερόδουλα γαλάζιου λώρου της ζωής για ένα βλέμμα μισοφέγγαρο πυρρό
λέξεις σαν έτοιμες από καιρό
όνειρα σαν βγουν στις αποστάσεις τους
μέσα συθέμελη σιωπή, δέλτα δενδρόβιο
άναυδο και φευγαλέο ΚΛΙΚ
απ’ το φιλί που δεν κατάλαβε
το λυρικό του πάντα
απ’ τη λάμψη και τους υπαινιγμούς που έχουν τα όνειρα
-25-
Έτη φωτός στα χρώματα της σέπιας συν Αθηνά και σέλας στιλπνό, ασύδοτοι υπαινιγμοί παλίρροιας με την οδύνη της ικεσίας τους στη διαπασών (το καταπέτασμα της εξουσίας στίχων…)
ποιητής με μύτη Σιρανό
και πρόσωπο χασάπικο σαράντα
στην αγκαλιά μάγισσας νύχτας
που φέρνει στα κλαδιά της ποιήματα λωτοφάγα-
ν’ αποτάσσεις ενδοιασμούς και φόβο ρούχων
να ιδιοποιείσαι οργασμούς
κι όμως να μην ενδίδεις κατά μέσα-
ένα τοπίο με καλές προθέσεις καμουφλάζ
-26-
Δος ημίν την περόνη σου σήμερα την έκρηξή σου άρτον ημών την ήβη κλαίουσα σύσσωμη σύγκορμη φυγή, συλλογή μοναξιάς λέξεων, σμήνος μνήμες πουλιών νυν και αεί μέσα στη νοσταλγία
θανάσιμα ψηλώνει των κορμιών η δίνη
χέρια εξαρτήματα κλαριών – τρύπια ιστορία
δάχτυλα όψεις εκδικητικές με προσποιητό οργασμό
βλέμματα φωτιά και παρατήρηση
κι απ’ την άλλη μεριά ενός κίτρινου φύλλου
σοδειά φθινόπωρου  μες στην καρδιά του ανέμου
-27-
Γηράσκω αεί μέσα σε Μεσσίες στίχων μακριά μιαν άλλη σοφία λέξεων ποθώντας, Δεσμώτης στον ίλιγγο της σκιάς των λέξεων… Νόστιμον Ήμαρ Επιούσιας Ομοιοκαταληξίας, γόρδια κοσμητικά επίθετα βαθιά στα μερομήνια μας
παλεύουμε στα πράγματα αυτά
καθημερινές έγνοιες, φιλόμαχες τριβές,
να βρούμε μιαν αλληλουχία,
τραβάμε, ξελύνουμε κόβουμε
κάπου θα φτάσουμε έτσι κομματιάζοντας
μια καινούργια πρωτοφανέρωτη ρωγμή
ν’ αγγίξουμε με τα δάχτυλα στα τυφλά
-28-
Είναι όμως κάτι πράγματα με πείσμα ανεμοστρόβιλου που παραμένουν στάσιμα στο παραλήρημά τους γιατί με το γύρισμα του χρόνου μια τυχόν αλλαγή σημαίνει θάνατο στους ίσκιους της επιθυμίας
δεν μένει τίποτα απ’ τα λόγια
σαν δεν έρθει πανηγύρι άνοιξης
δεν φεύγουν τα πρόσωπα αν δεν γεράσουν οι επιθυμίες
τόσο πλήρως τα φαντάστηκα  στα γαλανά σου μάτια
που θάρρεψα πως ονειρεύομαι την ηχώ της μοναξιάς-
μια λύση είναι να κλείσουμε τα μάτια
και να μην περιμένουμε τίποτε ποτέ
-29-
Ατέρμονο βλέμμα αστραπής γαλάζιων στίχων σαν ένα ναυάγιο που συσπειρώνεται μέσα του σαν ένα σώμα ανάμεσα στη σφύρα και τον άκμονα
ζυγιάζοντας στα δάχτυλα απρόσωπες σημασίες απ’ όνειρα
γυμνός απ’ αστραπή και έμπνευση
στην αμφίσημη πλευρά του ποιήματος:
σκορπιός όνομα μιας νύχτας
τοξότης κεντρική αρτηρία για φυγή
λιοντάρι το κορμί βουλιάζει
δίδυμος εφιάλτης ο καιρός
πήγαινες γυρεύοντας
υστεροφημία ασπρόμαυρου αρνητικού
-30-
Φτιάχνω ιστορίες με ποιήματα, παραμύθια με φωτιά αγγέλων, φωλιές με χρώματα πουλιών… Μια φωτιά με καίει και κρυώνω κατά μέσα
όσο να βλεφαρίσει εντός της φως η αγριομέλισσα
ένα λουλούδι που σαλεύει μίσχο και καρπό
ανέμισε σιωπηλούς αντίλογους έρωτα
κτερίσματα μονοσάνδαλης νοσταλγίας
όνειρα δεμένα στην άτονη λήγουσα
από τη σκέψη του σώματος παντός επιστητού
-31-
Πιο κορυφαίο όνειρο απ’ την ποίηση δεν έχεις, πιο ραβδοσκόπο ειδύλλιο απ’ τη σιωπή δεν βρήκες, ποια αναβάθμιση στα ονόματα παλιλλογίες σώματος προσχήματα θα βρέξει;
στ’ ασφυκτικό δωμάτιο
μετά τη βροχή
πάνω στα χαρτιά και τα βιβλία
εκείνη η γκριμάτσα σου η μπλε μοβ λουλουδίζει
στο λίκνο του ποιήματος  κουρνιάζουν ανείπωτες λέξεις
απλώνεται άρδην  ατέρμονη πολυσημία
παλινωδεί σκύβαλο παραλήρημα
Συμπληγάδα γενίκευση
κραυγή μαρμαρωμένη
που σφουγγίζει ερμηνείες
ομφάλιου λώρου της ζωής
-32-
Μακριά πολύ μακριά στην Ατλαντίδα γη της Ποίησης μια φεγγαροντυμένη ελάνθανε στην προσμονή παλίντονου αρμονίας λέξεων… που κόκκαλα δεν έχουν και επιούσιο ρέμβη ριζώνουν
με υποτάσσει η πεμπτουσία των ανατροπών:
σήμερα παραλήρημα φυλλοβόλου λόγου, έκπληκτες λέξεις,
αύριο γόρδιο κενό χρόνου, χώρου, ιδεών
σημειολογία Κυριακής με ρίγος δεκαπεντασύλλαβο
κι αν ο Άνεμος, Νοτιάς της Ποίησης,
που φυσά στον Έρωτα αναπνοές Ονείρων,
σε ρωτήσει: Ποια είναι η γλώσσα που μιλάς, θάλασσα εσύ;
Τη γλώσσα της αιώνιας αναζήτησης, να του πεις!
-33-
Όνειρα δεμένα στην άτονη λήγουσα παντός επιστητού,  απλή σκέψη πτερόεντος λόγου άμεμπτων συμβολισμών με κιβωτό χρωμάτων επιούσιας ομοιοκαταληξίας
τόσα χρόνια μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια
γράφω και ξαναγράφω αυτόν το Φαύλο Δούρειο Στίχο
Λευκή και Απρόσιτη Παρομοίωση
σαν την αμείλικτη σιωπή στο αναφορικό φεγγαρόφωτο…
άνω σχώμεν ευσεβείς πόθους
όλο ανεβαίνοντας ακάλυπτους στίχους
κι όλο ξοδεύοντας μαγικές εικόνες ουρανού
-34-
Έρμαιο επέκεινα λερναίας εμμονής στην Ατροπό Επιθυμία, πρεσβυτέρα των Ποιητών. Λοιπόν, διπλό ΚΛΙΚ στη μηχανή αναζήτησης των λέξεων σαν φταίνε για «πράγματα που αρχίζουν να συμβαίνουν» μέσα στο ποίημα
δεν έχει δάχτυλα η σιωπή να την μετρήσεις
δεν έχει κύκλους ο ουρανός να τους διαβείς
και μια λέξη ολομόναχη στους αυτουργούς ανέμους
φεγγαροντυμένη χρώματα και ερημίας ήχο
μπαινοβγαίνει εφήμερα στη βουβή θεομηνία της

μπαίνουμε ο ένας στο κορμί του άλλου
γινόμαστε για κλάσματα του δευτερολέπτου
μια κραυγή, ένας σπασμός, βάρβαροι ποιητές
κι ύστερα ώσπου να πεις κύμινο,
πάλι μόνοι σε παράλληλους δρόμους,
λέξεις πτερόεσσες γυμνές απ’ το φωνήεν τους
Ως γνωστό τοις πάσι, το μεγαλείο της ομορφιάς στην ποίηση, βρίσκεται στη δύναμη της μεταφοράς, στους πολλαπλούς συμβολισμούς και ελιγμούς της γλώσσας, στο κατιτί που αμέσως μετά το ποίημα μπορεί να «τρέξει» μέσα σου άφοβα, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος με τους «μεταμορφωμένους»  λύκους… Γιατί «όποιος θέλει να δει το φυλακτό της ασημένιας μοίρας του, πρέπει πρώτα να επιβιώσει ποιητικά». Ο κάθε στίχος βέβαια σέρνει την κυριολεξία του, που «κοινή θνητή» για όλους, θα διαβεί απαρατήρητη, εκτός κι αν ταλέντο και πρωτοτυπία της χαρίσουν έκλαμψη οριστική και δίκαια – έτσι κι αλλιώς το παιχνίδι με σύμβολα και ερμηνείες έχει τη ξεχωριστή δική του ιστορία για το μύστη, που η επίμονη αυτοάσκηση χρόνων έγινε κλειδί πρόσβασης στο φλοίσβο το ποιητικό. Τότε οι μεταλλάξεις κάθε στίχου, με εικονολογίες ελεύθερες και στη μορφή και στην ουσία, είναι η αφετηρία κι άλλου νοήματος κατά το δοκούν του αναγνώστη – να για παράδειγμα, το τελευταίο δίστιχο στην ΕΠΙΟΥΣΙΟ ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ, σαν μια κοινή πρόσκληση για φωτογραφία πορτρέτου, είναι καταδικασμένη απ’ την αρχή – όσες φορές και με όποια μορφή κι αν χρησιμοποιηθεί. Αν όμως αρχίσει να αναπνέει μεταφορικά /  συμβολικά, τότε «υπερυψώνεται και περιδινείται» διαφορετικά στον καθένα και εκεί ακριβώς είναι το σημαίνον : ο αύξων ερεθισμός από την επανάληψη και τη μεταγραφή (μ’ άλλους τρόπους κάθε φορά) της πιο καθημερινής κοινοτυπίας, παραδείγματος χάρη η Σταχτοπούτα και το Μαγεμένο Βασιλόπουλο στο γνωστό το μύθο…και ο σαλτιμπάγκος χρόνος που τίποτα δεν μπορεί ν’ αναιρέσει την αδηφάγο έπαρση της παρουσίας του. Γιατί τα σενάρια υπονοούμενων συμβολισμών είναι ευάλωτα στις κοινότητες της έμπνευσης και αντηχούν απέραντα μέσα στους χρόνους, από την πρώτη αυγή της ποίησης έως την τελευταία ηχώ της υστερόγραφης επιθυμίας… όπου «ο τρίποδας στημένος (θα) την καρτερεί» στο φόβο του άναυλου και φευγαλέου «κλικ», για την απομυθοποίησή της: Υποθέσεις πολλές λοιπόν να κάνεις ψάχνοντας διαρκώς συμβολισμούς, που εσένα πιο πολύ θ’  αγγίζουν, ανατρέποντας τη στυγνή κι έξαλλη κυριολεξία της καθημερινότητας. Και σ’  αυτή τη διαδικασία, τη μαγικά προσωπική, ο ποιητής δεν έχει άλλο λόγο και να παρέμβει πλέον δεν μπορεί ούτε κι αν – επιλογικά σ’ αυτή τη «ΧΟΗΦΟΡΟ ΠΕΖΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ» -(απο)τελειώσει αυτή την πρό(σ)κληση με τον έσχατο και ξέφρενο  (γι’ αυτόν)  αυτοσαρκασμό 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου