Σε μία μέρα μέσα, ξεκίνησα, καταβρόχθισα και τελείωσα την “Μπαλάντα του λυπημένου καφενείου“ της Carson McCullers. Όχι και μεγάλο κατόρθωμα, αφού το βιβλίο είναι μόνο 157 σελίδες και τι δηλαδή, θα καυχιέμαι σαν μικρό παιδί για το πόσες σελίδες διάβασα σε πόση ώρα… Όχι, είμαι απλώς χαρούμενη που βούτηξα στην ανάγνωσή του, ακολούθησα το παλμό της αφήγησης… και βγήκα από τη βουτιά αυτή λίγο αλλαγμένη. Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα συγκεντρωμένα σε λίγες γραμμές δουλεμένα με ακρίβεια και ποιητική φλέβα συνάμα. Παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σου και σε αφήνουν κατάπληκτο, σχεδόν αποβλακωμένο από το κρεσέντο που ακολουθούν με τόση μαεστρία. Έτσι, μόλις που μπαίνεις στην ιστορία, γίνεται η μοιραία συνάντηση που ανατρέπει όλες τις ισορροπίες και μεταμορφώνει τα πάντα. Εκεί που αρχίζεις να γνωρίζεις τους ήρωες και να χαλαρώνεις, έρχεται η δεύτερη μοιραία πράξη με την επιστροφή του συζύγου των δέκα ημερών, επιστροφή που θα γκρεμίσει ανεπαρνόθωτα ότι νόμιζες ότι είχε χτιστεί μέχρι τότε.
Αν ήθελα να είμαι επίπεδη, θα έλεγα ότι η McCullers μας αφηγείται την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου με ήρωες τρεις εκκεντρικούς χαρακτήρες σ’ ένα τοπίο μιζέριας και τέλματος μιας μικρής αμερικάνικης κωμόπολης του Νότου. Κύρια φιγούρα, η Δεσποινίς Αμέλια, με τα αλλήθωρα μάτια, την απίστευτη κράση αλλά ευάλωτη εσωτερικά, που από αγάπη θα αφήσει στη κυριολεξία τον εαυτό της να κατρακυλήσει στη μοναξιά και στην απομόνωση: έχουμε λοιπόν μια περιγραφή της ζωής, του μεγαλείου και της πτώσης μιας γυναίκας. Απ’ την άλλη, ο Εξάλδελφος Λάιμον, ένας καμπούρης νάνος, που εμφανίζεται στη ζωή της Δεσποινίδος Αμέλιας από το πουθενά. Η χαρισματική προσωπικότητά του δρα στη ζωή της θαυματουργά, αφού τον ερωτεύεται απόλυτα και αμετάκλητα η εξαδέλφη του και για χάρη του μετατρέπει το μαγαζί της σε πολύβουο καφενείο, μεταμορφώνοντας συγχρόνως τον μέχρι τότε σκληρό εαυτό της. Τρίτο πρόσωπο στην ιστορία, ο πρώην σύζυγος των δέκα ημερών.
Αρχικά παράφορα ερωτευμένος με την γυναίκα του την δεσποινίδα Αμέλια, η οποία τον απορρίπτει εξ’ αρχής με τον χειρότερο τρόπο και κατόπιν τον διώχνει από κοντά της σαν το σκυλί. Αφού θα περάσει ένα διάστημα στη φυλακή, ο σύζυγος θα επιστρέψει στη πόλη, με δίψα για εκδίκηση. Η αναμέτρηση μεταξύ του ζευγαριού θα πραγματοποιηθεί, σαν μοιραία και αναγκαία πράξη. Η τελική προδοσία του αδύναμου και συγκλονιστικού καμπούρη, ερωτευμένου με τον σύζυγο, έτοιμου να κάνει τα πάντα για μια ματιά του και παρά την χείριστη μεταχείριση που του προσφέρει εκείνος, θα σημάνει το οριστικό τέλος της Δεσποινίδος Αμέλιας. Στο πίσω μέρος του σκηνικού, οι κάτοικοι της κωμόπολης που παρακολουθούν κάθε στιγμή τα τεκταινόμενα, τα ζουν ή τα φαντάζονται, μεταμορφώνονται στην διάρκεια ενός ποτού σε κάτι ωραίο και πιο αισιόδοξο, και βυθίζονται πίσω, με το οριστικό κλείσιμο του καφενείου, στη θλιβερή και γκρίζα ζωή τους… Το τέλος της ιστορίας είναι αβάσταχτα απαίσιο και απελπισμένο, μια πραγματική λυπητερή μπαλάντα.
Τι υπάρχει πίσω από τους χαρακτήρες και την ιστορία αυτή; Γιατί μερικές φράσεις ή εικόνες σου μένουν και θέλεις σχεδόν να τις μάθεις απ’ έξω για να τις αναμασάς με την ησυχία σου;
Είναι η συμπονετική και γεμάτη συμπάθεια ματιά της συγγραφέως προς τους κακομοίρηδες και ταλαιπωρημένους του κόσμου; Όχι, αν και η περιγραφή της σε αγγίζει. Είναι το ακριβές ψυχογράφημα της ασυμμετρίας μεταξύ εκείνου που αγαπάει και εκείνου που αγαπιέται, των αταίριαστων ερώτων όπου οι εμπλεκόμενοι «μοιάζουν να ‘ρχονται από διαφορετικούς πλανήτες». Η McCullers περιγράφει αμίμητα τον έρωτα που επιλέγει λάθος κατεύθυνση, σαν ένα βλέμμα – προβολέα που πέφτει τυχαία και φωτίζει το λάθος αντικείμενο. Λέει: “Συχνά ο αγαπημένος, δεν είναι παρά ένα κέντρισμα στην αγάπη που βρίσκεται τόσο καιρό θαμμένη μέσα στον εραστή. Τούτο, λίγο πολύ, κάθε εραστής το ξέρει. Νοιώθει βαθιά μέσα του πως η αγάπη του είναι κάτι μοναχικό. Μαθαίνει να ζει σε μια καινούργια, παράξενη μοναξιά και είναι η γνώση αυτή που τον κάνει να πονά. […] όσο και αν η αγάπη αυτή φαντάζει εξωτερικά θλιβερή και γελοία, ωστόσο στο βάθος δεν πρέπει να ξεχνάς (εσύ ο αναγνώστης) πως η πραγματική ιστορία ήταν εκείνη που παίχτηκε μέσα στη ψυχή του ίδιου του εραστή. Όμως ποιος άλλος παρά ο Θεός μπορεί να ’ναι ο τελικός κριτής αυτής ή κάποιας άλλης αγάπης
Όλοι οι ήρωες του βιβλίου ζουν την ίδια επιτακτική ανάγκη αγάπης, καμουφλαρισμένη και παραχωμένη βαθιά μέσα τους, την ίδια ασυνείδητη εμμονή να την βρουν για να συμφιλιωθούν επιτέλους με τον εαυτό τους. Αφήνονται στην τύχη μιας συνάντησης, αρκούνται σε ανθρώπινες ψυχικές επαφές την διάρκεια ενός ποτού, σε πλατωνικούς έρωτες, για να επανέρθει ξανά η μοναξιά αλύπητα, σαν ένα προνόμιο ή ένα λιγότερο κακό. Γιατί το ξέρουμε, υπάρχει πάντα η μοναξιά γι’ αυτούς που μπορούν να την τιμήσουν.