Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Εκκοσμίκευση και κοινωνικά προβλήματα



Εκκοσμίκευση και κοινωνικά προβλήματα
(Άρθρο στο περ. ΜΑΚΕΔΝΩΝ, τχ. 14, Φθινόπωρο 2005)

Στην εκκλησιαστική ορολογία υπάρχει ένας όρος φορτισμένος αρνητικά, ο  όρος  ΄΄εκκοσμίκευση΄΄.  Με  τούτον  υποδηλώνονται :
      1.-  «… εισβολή δυναμικών κοσμικών στοιχείων στη σφαίρα του ιερού και βέβαια (στη) μετακίνησή του σε ρυθμούς και τρόπους λειτουργίας ανάλογους των κοσμικών…  είναι μια προσαρμογή, αλλά εξαρτημένη από τις πιέσεις των κοινωνικών θεσμών, δηλαδή τη δύναμη του ΄΄κοσμικού΄΄».[1] Αυτή, τελικά, επιφέρει αλλοίωση «του μηνύματος του Ευαγγελίου επί το κοσμικότερον, το ελαφρύτερον και το περισσότερον αρεστό στα μάτια των πολλών» και αυτή η εξέλιξη «αποτελεί κίνδυνο, κίνδυνο εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας».[2] ΄Έτσι, για παράδειγμα, όταν η ηθική διδασκαλία της Εκκλησίας προσαρμόζεται στις κυριαρχούσες ηθικές αξίες μιας κοινωνίας, τούτο είναι εκκοσμίκευση.
       2.- Με τον όρο ΄΄εκκοσμίκευση της Εκκλησίας΄΄  υποδηλώνεται ακόμη  «… η προσαρμογή της θρησκευτικής εξουσίας στο πλαίσιο των υπόλοιπων εξουσιαστικών δομών, η υπαγωγή της δομής της σε κρατικό μηχανισμό και η χρήση της για τη νομιμοποίηση των δομών του κοινωνικού και πολιτικού status».[3] Εξ άλλου, έχει υποστηριχθεί βάσιμα ότι από την εποχή κυρίως της Βαυαροκρατίας επί βασιλείας του ΄Οθωνα, «… η ελλαδική Εκκλησία θα γίνει όργανο για την υποστήριξη κάθε πολιτικής που εξυπηρετούσε την κρατική ιδεολογία… η βίαιη θεσμική οργάνωση της ελλαδικής Εκκλησίας το 1833 σήμαινε τη ΄΄ριζική αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού βίου΄΄ και τη συνακόλουθη ΄΄θρησκειοποίηση της Εκκλησίας΄΄».[4] Συνέβη, δηλαδή, και στην Ορθόδοξη Εκκλησία ό,τι προηγούμενα συνέβη στο Ρωμαιοκαθολικισμό και στους Προτεστάντες: Μετατράπηκε  «… ΄΄η Εκκλησία της Αγγλίας σ’ ένα … εκκλησιαστικό παράρτημα του Κράτους…΄΄7, στο οποίο ΄΄…η θρησκεία χρησιμοποιούνταν για να επικυρώνει ηθικά την κοσμική κοινωνική πολιτική΄΄8. Η όλη διαδικασία πήρε τελικά τη μορφή μιας ταύτισης ανάμεσα σε Εκκλησία και Πολιτεία, αναπαράγοντας με τον τρόπο αυτό την εκκοσμικευμένη γραμμή του Ρωμαιοκαθολικισμού».[5]
     Η αντίδραση πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών σ’ αυτήν την εκκοσμικευμένη Εκκλησία βρίσκει, αν και από διαφορετικές αφετηρίες ορμώμενους, σύμφωνους και το σύνολο σχεδόν των ΄΄άθεων΄΄ Διαφωτιστών: «Η απόσταση μεταξύ κράτους (θρόνου, πολιτικής εξουσίας) και Εκκλησίας (Αγίας Τράπεζας) δεν είναι ποτέ μεγάλη, εφ’ όσον οφείλει συνεχώς να διευρύνεται. Η θέσπιση νόμων δεν έχει καμιά ανάγκη από την ιερή επικύρωση της θρησκείας», (Ντιντερό).[6]
      3.- Η Εκκλησία επίσης αντιδρά στην εκκοσμίκευση, αφού στη φιλοσοφική ορολογία  «με τον όρο  ΄΄εκκοσμίκευση΄΄, απόδοση του λατινογενούς όρου ΄΄Säkularisation΄΄ (προέλευση από το λατινικό ΄΄saeculum΄΄ - στα ελληνικά ΄΄αιών΄΄), νοείται το ιστορικό προτσές αποθεοποίησης του κόσμου… Όταν  μιλάμε για ΄΄κόσμο΄΄ στα πλαίσια της εκκοσμίκευσης, εννοούμε την ιδέα ενός κόσμου χωρίς Θεό…, δηλαδή η έννοια ΄΄Θεός΄΄ και οντολογικά και γνωσιολογικά δεν παίζει κανένα ρόλο. Η επιστήμη πρέπει να είναι ελεύθερη, χωρίς προϋποθέσεις και ο Θεός ως προϋπόθεση είναι αντιεπιστημονική σύλληψη».[7] Στο ίδιο πνεύμα, «καλούμε εκκοσμίκευση τη σύγχρονη διαδικασία που εξασθενίζει έως απαλείφει όλο και περισσότερο την προσφυγή σε έναν πίσω - κόσμο (θρησκευτικού τύπου), σε κάποιο ΄΄επέκεινα της ουσίας΄΄ (Πλάτωνας)».[8]
      ΄Ετσι, η ΄΄εκκοσμίκευση΄΄ θεωρείται από την Εκκλησία ως «αποθρησκειοποίηση της κοινωνίας»,[9] επομένως ως κατάλυση της ύπαρξής της[10] και φυσικά αντιδρά, συχνά μάλιστα ιδιαίτερα δυναμικά, όπως έδειξε με τη στάση της στο θέμα των ΄΄Ταυτοτήτων΄΄, δηλαδή αν θα αναγράφεται ή όχι το θρήσκευμα στις αστυνομικές ταυτότητες των πολιτών. (Το θέμα προέκυψε την ΄Ανοιξη του 2000, όταν η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να μην αναγράφεται το θρήσκευμα στις αστυνομικές ταυτότητες, σύμφωνα με πρόταση της Αρχής Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων. Η ελλαδική Εκκλησία αντιδρώντας πραγματοποίησε δυο μεγάλες ΄΄λαοσυνάξεις΄΄ στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, ενώ στις 14-9-2000 ξεκίνησε τη διενέργεια άτυπου δημοψηφίσματος). Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος  τονίζει, με αφορμή το θέμα των Ταυτοτήτων, ότι «επιδιώκεται η υλοποίηση σχεδίου αποχριστιανοποίησης της κοινωνίας, του Λαού και του Κράτους. Αυτό ανησυχεί την Εκκλησία…», αφού «πλήττει καίρια τις Ελληνορθόδοξες Παραδόσεις του ελληνικού Λαού».[11]
     ΄Ετσι, η εκκοσμίκευση είτε με το θεολογικό - εκκλησιαστικό περιεχόμενο του όρου είτε με το φιλοσοφικό καταλήγει να είναι ιδιαίτερα αρνητική διαδικασία, που προκαλεί την αντίδραση της Εκκλησίας. Ακόμη και η ενασχόλησή της με τα κοινωνικά προβλήματα ενέχει τον κίνδυνο της εκκοσμίκευσης, αφού μπορεί να θεωρηθεί «ως μία κοινωνική οργάνωση, που είναι απαραίτητη στην κοινωνία για την κοινωνική της χρησιμότητα… να επιτελεί διάφορα κοινωνικά έργα”, κι έτσι να χάσει τον πραγματικό της σκοπό, “να θεραπεύσει την νοσούσα προσωπικότητα του ανθρώπου».[12] Τελικά, έχει κανείς την αίσθηση ότι η Εκκλησία αντιμετωπίζει ένα ΄΄σοβαρό΄΄(!)  πρόβλημα :  αν παρεμβαίνει με κοινωνικό έργο στην κοινωνία, τούτο κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί  εκκοσμίκευση, ενώ η παρέμβασή της σε κάθε άτομο χωριστά, τούτο, είναι ο ιερός προορισμός της! Σάμπως για τις κοινωνίες να μην υπάρχει εκκλησιαστική πρόταση – θέση αλλά μόνο για το άτομο![13]
       ΄Ετσι κι αλλιώς, όμως, υπάρχει ως αίσθηση  η υποτίμηση του παρόντος κόσμου, ο οποίος  ΄΄έρχεται και παρέρχεται΄΄, η δε Εκκλησία είναι σταθερά προσανατολισμένη στα έσχατα: «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».[14] ΄Ετσι, αυτό που χρειάζεται να γίνεται σ’ αυτήν τη ζωή είναι: οι μεν ΄΄ευτυχούντες΄΄ (πλούσιοι, άρχοντες ) να κάνουν καλά έργα και να ασκούν φιλανθρωπία, να είναι κοινωνικοί – καταδεκτικοί «ίνα επιλάβωνται της αιωνίου ζωής»![15] Οι δε ΄΄δυστυχούντες΄΄ (φτωχοί, δούλοι, χήρες, ορφανά, άρρωστοι, κ.ά.) ας καυχώνται  «εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει, ότι η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν»[16], και βέβαια «εν τη γαρ ελπίδι εσώθημεν»![17] Εξ άλλου, όσον αφορά τους δούλους «ιδίοις δεσπόταις υποτάσσεσθαι, εν πάσιν ευαρέστους είναι, μη αντιλέγοντας»[18], αφού οι πιστοί πρέπει να ζουν  «προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού»![19]
       Η Εσχατολογία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του εκκλησιαστικού οικοδομήματος, αφού έχει να κάνει με τη σωτηρία, την ανάσταση των νεκρών, την αιώνια ζωή, που είναι και ο λόγος της ύπαρξης της Εκκλησίας, το Ευαγγέλιό της.
       Τίθενται επομένως εντελώς δικαιολογημένα τα ερωτήματα : ποια είναι, τελικά, η στάση της Εκκλησίας, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, απέναντι στα κοινωνικά – πολιτικά προβλήματα, συμμετέχει ή όχι στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αντιλαμβάνεται και πώς τον ΄΄κόσμο΄΄, την αμεσότητα;
       Από όσα ήδη ως τώρα έχουμε αναφέρει αρχίζουν να διαφαίνονται τα εξής ως απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα:
       Κατ’ αρχήν, φαίνεται ότι δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη στάση – ΄΄συνταγή΄΄, αφού ο Χριστιανός μπορεί να σωθεί, (αυτό είναι το ζητούμενο σε κάθε ενέργειά του), και παρεμβαίνοντας με δράσεις στα κοινωνικά προβλήματα, αλλά και εξ αποστάσεως προσευχόμενος για τη σωτηρία του κόσμου ζητώντας την παρέμβαση του Θεού, καθώς ο Χριστός καλεί «πάντας προς σωτηρίαν διά της επαγγελίας των μελλόντων αγαθών»[20], και μπορεί να τα ΄΄οικονομήσει΄΄  έτσι  ώστε  ν’ αποβούν  όλα   ΄΄εις αγαθόν΄΄.
       Ως επίσημη Εκκλησία, ισχυρίζεται ότι δεν επιθυμεί, δεν της ταιριάζει στη φύση της να πολιτικοποιηθεί![21] Ο Χριστιανός όμως είναι και πιστός και πολίτης. Αυτό στην πράξη σημαίνει μιαν απαξίωση της πολιτικής λειτουργίας με συνέπεια καθεστώτα απολυταρχικά, φασιστικά, αντιδημοκρατικά, μοναρχικά και ολιγαρχικά να βρίσκουν ευκολότερο το έδαφος των χριστιανικών κοινωνιών για την επικράτηση και ανάπτυξή τους. Είναι κλασικό το χωρίο του απόστολου Παύλου: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω’ ου γαρ εστιν εξουσία ει μη από Θεού, αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. Ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν, οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται»[22]. Επί πλέον, είναι γνωστό από την εποχή του Σόλωνα[23] ότι η αδιαφορία και η αποχή από το πολιτικό γίγνεσθαι είναι επίσης πολιτική πράξη, που όμως υποσκάπτει το δημοκρατικό πολίτευμα. ΄Ετσι καταλήγει να είναι λόγος κενός, χωρίς αντίκρισμα και αποπροσανατολιστικός ο ισχυρισμός της επίσημης Εκκλησίας ότι δεν πολιτικοποιείται. Και επειδή ο πιστός αναπόφευκτα επηρεάζεται από τη στάση της επίσημης Εκκλησίας, ως πολίτης αναπτύσσει νοοτροπία απαξιωτική της πολιτικής λειτουργίας, σαν να μη τον αφορούν αυτά που διαδραματίζονται στις κοινωνίες. Εφαρμόζει τελικά μιαν ατομική  ηθική στην καθημερινότητα, την οποία ηθική χαρακτηρίζει ο ίδιος ως ΄΄προσωπική μαρτυρία ζωής΄΄, χωρίς ενδιαφέρον για συμμετοχή στη διαμόρφωση των ΄΄κοινωνικών συμβολαίων΄΄, σ’ αυτά που θα ρυθμίζουν τα κοινά, τις σχέσεις των πολιτών με τις εξουσίες και τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Τελικά, η ιδιότητα του πιστού επικαλύπτει και απο-ουσιώνει την ιδιότητα του πολίτη με αποτέλεσμα την αποξένωση από την αμεσότητα, από τον κόσμο, και γιατί όχι, ευνοείται έτσι μια ατομοκεντρική ανάπτυξη της κοινωνίας, όπως αυτό έχει καταγραφεί άλλωστε στις προτεσταντικές κοινωνίες.  Στο βαθμό που η επίσημη Εκκλησία δε θα αντιλαμβάνεται ότι ουδετερότητα στην πολιτική λειτουργία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, και επίσης ότι οι πιστοί θα πρέπει να λειτουργούν ως πολίτες συνειδητοί και ενεργοί, τότε θα παρατηρείται η απόστασή τους από το κοινωνικό γίγνεσθαι και η σκοταδιστική αντίδρασή τους σε κάθε τι που θα προκύπτει ως πολιτική επιλογή άσχετη με την εκκλησιαστική θέληση.
      Η Εκκλησία, σίγουρα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει πολιτικό σύστημα, είναι άλλη η φύση της. Μπορεί όμως και πρέπει και συνάδει με τη φύση της η παρέμβαση και η υποστήριξη εκείνων των πολιτικών θέσεων, που φυλάγουν, προωθούν και προασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.[24] Επίσης, μπορεί και πρέπει και συνάδει με τη φύση της και το θεωρητικό υπόβαθρό της ο έλεγχος και η καταγγελία των απανθρωπιστικών πολιτικών  θέσεων, εκείνων, που καταδυναστεύουν και εξουθενώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο και διαμορφώνουν μια κοινωνία με απάνθρωπες δομές.[25] Αυτός ο έλεγχος και αυτή η καταγγελία μπορεί και πρέπει να γίνεται τόσο σε τοπικό – εθνικό επίπεδο όσο και σε οικουμενικό.[26] Αυτή η δράση είναι τελικά παρέμβαση στην Πολιτική, είναι ταυτόχρονα πολιτική αλλά και εκκλησιαστική πράξη, για να διαφυλαχθούν και να υποστηριχθούν οι πανανθρώπινες αξίες, αυτές που θέλουν τον άνθρωπο όντως άνθρωπο. Τέτοια δράση όμως για τον άνθρωπο αυτόν  καθ’ εαυτόν, δεν αναπτύσσεται  από την σημερινή επίσημη Εκκλησία. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, η εκκλησιαστική περιουσία, αντί να συσσωρεύεται, σε τακτά χρονικά διαστήματα, ας πούμε κάθε χρόνο, να προσφέρεται σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, ανεξάρτητα εθνικότητας, θρησκεύματος, ΄΄φυλής΄΄, χωρίς διακρίσεις. Μήπως αυτός δεν είναι ο σκοπός των προσφορών, που κάνουν οι πιστοί στην Εκκλησία; Θα ήταν, πράγματι, μια πιστή εφαρμογή αυτού που διδάσκεται στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη.[27]
     Εξ άλλου, θα ήταν εντελώς φυσιολογικό η Εκκλησία να υποστηρίζει τις αρχές του Ανθρωπισμού. Ο άνθρωπος θα πρέπει πρώτα να αποκατασταθεί ως όντως άνθρωπος, σ’ αυτό αποσκοπεί ο Ανθρωπισμός, για να ακολουθήσει έπειτα η εκκλησιαστική πρόταση – πρόσκληση  θεανθρωπίας του. Κάλλιστα ο Ανθρωπισμός μπορεί να λειτουργήσει, σύμφωνα με την εκκλησιαστική λογική, ως πρόδρομος, που ετοιμάζει το έδαφος για το μήνυμά της. Ο Ανθρωπισμός  ετοιμάζει τον άνθρωπο και τότε, σ’ αυτόν τον ολοκληρωμένο, τον όντως άνθρωπο, η Εκκλησία μπορεί ν’ απευθύνει την πρόσκλησή της για την  θεανθρωπία του. Μ’ αυτήν την έννοια, ο Χριστιανισμός έπεται του Ανθρωπισμού. Συνεχίζει από κει που σταματά ο Ανθρωπισμός, για να  πάει  τον άνθρωπο, εφ’ όσον βέβαια αυτός πιστέψει, ακόμη παραπέρα. Πρέπει όμως να υπάρξει απαραίτητα το στάδιο του Ανθρωπισμού, της ΄΄ανθρωποποίησης του ανθρώπου΄΄(sic), και γι αυτό πρέπει η Εκκλησία να συνδράμει στους αγώνες για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ανθρωπισμός και Θεανθρωπισμός δεν ταυτίζονται, ούτε αντιμάχονται, απλά είναι διάδοχες καταστάσεις, διάφορες, όπου ο δεύτερος προϋποθέτει τον πρώτο. Θεανθρωποποιείται  αυτός, που είναι πρώτα άνθρωπος, και ο Ανθρωπισμός αυτό, που προσπαθεί να κάνει, είναι να καταδείξει τον  Άνθρωπο. Eξ άλλου, αυτό που αναγνωρίζουν, θεωρητικά τουλάχιστον, και η Εκκλησία και ο Ανθρωπισμός είναι η ελευθερία του ανθρώπου , το αυτεξούσιό του, το δικαίωμα να είναι και να λειτουργεί ο άνθρωπος ως  όντως  άνθρωπος.
  Πάντως, τέτοιες αναθεωρήσεις θα επιφέρουν σίγουρα αλλαγές στο μέχρι σήμερα διαμορφωμένο από την επίσημη Εκκλησία, την Ιεραρχία κυρίως, ήθος και ύφος της εκκλησιαστικής ζωής, κάτι, για το οποίο δε φαίνεται διατεθειμένη ούτε έτοιμη να τις επιδιώξει. Έτσι, διαιωνίζεται η ίδια στάση απέναντι στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, μια στάση που δεν συμβάλλει στην επίλυσή τους. Αυτό θα πρέπει να το καταλάβουν και οι κοινωνικές ομάδες, που βιώνουν τα προβλήματα και να μη ελπίζουν και προσβλέπουν στη συνδρομή της Εκκλησίας, τουλάχιστον όπως αυτή λειτουργεί μέχρι τώρα, αφού αυτό που θα κάνει είναι να επικαλεσθεί τα φιλάνθρωπα αισθήματα του πιστού και να υποσχεθεί τη δικαίωση στην άλλη ζωή. Σίγουρα, έτσι δε λύνονται τα κοινωνικά προβλήματα. Ο κοινωνικός αποκλεισμός, π.χ., αν και είναι πρόβλημα που αφορά κατ’ εξοχήν την Πολιτεία, όμως, μπορεί να αναζητηθεί κατά πόσο συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις και στάσεις συντελούν είτε στην εμφάνισή του είτε στη διαιώνισή του είτε στην επίλυσή του.
        Ο κοινωνικός αποκλεισμός προκύπτει ως κοινωνικό φαινόμενο είτε από κάποια νομοθεσία ανάλογου ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου είτε από τη μη εφαρμογή, τη μη τήρηση νόμων, που έχουν γίνει σύμφωνα με τις αρχές του Ανθρωπισμού και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, γίνεται, νομίζω, σαφές, ότι η παρέμβαση στο κοινωνικό γίγνεσθαι έχει να κάνει με την ιδιότητα του καθένα ως πολίτη και όχι ως πιστού της α΄ ή β΄ θρησκείας. Απλά, είναι σημαντικό, η όποια θρησκεία να τονίζει στους πιστούς και αυτήν την ιδιότητά τους, ότι δηλαδή, είναι και πολίτες και έχουν ανάλογες ευθύνες και υποχρεώσεις και δικαιώματα.[28] Έτσι, οι παρεμβάσεις μπορεί μεν να έχουν ως θεωρητικό υπόβαθρο τα  πιστεύω  του καθένα, θα πρέπει όμως να πραγματοποιούνται με πολιτικά – κοινωνικά κριτήρια και μέσα  στα πλαίσια, βέβαια, της δημοκρατίας.

Summary

    In the ecclesiastical terminology there is a negatively charged term called Säkularisation. This indicates the invasion of dynamic non religious element in the sanctity and surely its movement (orientation) towards rhythms and operating manners reflecting the non religious ones. On the other hand the occupation of Church with the social problems entails the danger of Säkularisation, since it can be considered as a social organization which is necessary in order to perform various social tasks and so miss its primary goal; that is to heal the ill human personality.
    Consequently the following question is stated: which is really the attitude (the role) of Church both theoretically and practically speaking as far as social problems are concerned; does it take part in bringing people into social being or not? It is really important in our opinion that every religion should definitely lay emphasis on its pilgrim of their property, that is, that they are active citizens of the community which they live in as well and have responsibilities, obligations and rights.













































ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

         Αγαπητός Διάκονος,  Εκθεσις Κεφαλαίων Παραινετικών,  Patrologiae Cursus Completus. Series Graeca, (Parisiis), τομ. 86Α, 1169Α J.P. Migne                                    
        Αδραχτάς  Βασίλης,  Ο Καλβίνος και οι απαρχές της νέας πολιτικής, 
 άρθρο στο ΑΦΙΕΡΩΜΑ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 16-9-2000.
       Απόδειπνος Ακολουθία
         Βλάχος Ιερόθεος,μητρ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου,  Εκκοσμίκευση,
το μεγαλύτερο πρόβλημα, άρθρο στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 16-1-2000.
      Γεωργοπούλου  Νικολίτσα,  Ο  ά-θεος κόσμος,  άρθρο στο ΑΦΙΕΡΩΜΑ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 16-9-2000.
      Γιούλτσης  Β.Τ.,   Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Θρησκείας, εκδ. Πουρναράς, Θεσ/νίκη 1989.
     Δεληβογιατζής  Σωκράτης,  Εκκοσμίκευση και ερμηνεία,  άρθρο στο ΑΦΙΕΡΩΜΑ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 16-9-2000.
     Θουκυδίδης, Επιτάφιος
     Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εγκ. 27/Ιούλιος 2000,   Προς το Λαό, εκδ. Αποστολική Διακονία.
     Καινή  Διαθήκη.
Καλλίστου Πατριάρχου, Περί προσευχής, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τομ. Δ΄.                                                                                                                                                                            Καραμούζης  Πολύκαρπος,  Η διαπλοκή Κράτους και Εκκλησίας, άρθρο
στο ΑΦΙΕΡΩΜΑ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 16-9-2000.  
     Κλεμάν   Ολιβιέ,   Ορθοδοξία και Πολιτική,  εκδ. Μήνυμα,  1985.   
    Μεταλληνός  Γεώργιος, πρωτοπρ.,  Η ελληνική ταυτότητα,  άρθρο στην
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,  11-7-2000.
     Πλούταρχος,   Σόλων.
    Τσερεντζούλια  Αναστασία,  Περιδιάβαση στα περί εκκοσμίκευσης στον ελληνικό τύπο, στο ΑΦΙΕΡΩΜΑ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 16-9-2000.  
    Τσιάντης Γιώργος, άρθρο στο ΑΦΙΕΡΩΜΑ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ,16-9-2000..        
    Τσιρώνης  Χρίστος,  Το αίτημα της πολυθρησκευτικής επικοινωνίας, άρθρο στο  ΑΦΙΕΡΩΜΑ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 16-9-2000.    .
    Χρονόπουλος  Νικόλαος  Β., Εκκλησία και Πολιτική,  άρθρο στον ΤΥΠΟ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 20-8-2000.


Περισσότερα στο βιβλίο :



[1]   Β. Τ. Γιούλτση   (1989), σ. 18-19.
[2] Αναστασίας Τσερεντζούλια (16-9-2000), σ. 22, όπου αναφέρεται αυτό το απόσπασμα από άρθρο του μητροπολίτη Πειραιώς κ. Καλλίνικου στο περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, το οποίο επίσης είχε αναφερθεί σε σχετικό άρθρο της εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ   στις  30-10-99.

[3]   Χρίστου Τσιρώνη  (16-9-2000), σ. 22.
[4]   Πολύκαρπου Καραμούζη (16-9-2000),  σ. 18.
[5]  Βασίλη Αδραχτά (16-9-2000), σ.13. Οι παραπομπές του (αριθμ. 7 και 8) αναφέρονται στον R.Tawney, Η Θρησκεία και η άνοδος του Καπιταλισμού, μετφ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1979.
[6]     Γιώργου Τσιάντη (16-9-2000), σ. 11.
[7]     Νικολίτσας Γεωργοπούλου (16-9-2000), σ .3.
[8]     Σωκράτη Δεληβογιατζή (16-9-2000),  σ. 5.
[9]   Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού (11-7-2000), σ. 60: «Σήμερα, όμως, κάποιοι που έχουν χάσει στην καρδιά και στην ύπαρξή τους αυτή τη σύνδεση Πίστεως και Πατρίδος βιάζουν τα πράγματα για να προχωρήσουμε σε ένα ά-θρησκο Κράτος, που με τους Νόμους του θα αποκόψει το Έθνος μας από την πηγή της ζωής και της δύναμής του, που είναι η Ορθόδοξη Πίστη μας. Αυτή είναι η έννοια που προσλαμβάνει η διαβόητη φράση ΄΄χωρισμός Εκκλησίας – Πολιτείας΄΄».
[10]   Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου (16-1-2000), σ. 31 :  «… το πρόβλημα της εκκοσμικεύσεως είναι πολύ μεγάλο και απειλεί αυτήν την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου αλλά και τον σκοπό της Εκκλησίας».
[11]    Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος,  Προς το Λαό, Εγκύκλιος  27 / Ιούλιος 2000.
[12]    Βλάχος Ιερόθεος  (16-1-2000), σημ. 206
[13]   Είναι πολύ σαφής η θέση του Ολιβιέ Κλεμάν (1985),  σ. 17:  «αν δεν υπάρχει ψωμί για όποιον πεθαίνει από πείνα, αν δεν υπάρχει ελευθερία για τον πολιτικό κρατούμενο, αυτά είναι σημάδια ότι η χριστιανική μας δράση ψεύδεται προς το πνεύμα».
[14]    Εβρ. ΙΓ΄14.
[15]   Α΄ Τιμοθ. Στ΄18-19.
[16]   Ρωμ. Ε΄3-5.
[17]   Ρωμ. Η΄24.
[18]   Τίτ. Β΄9.
[19]   Τίτ. Β΄13.
[20]    Ευχή στην ακολουθία του Απόδειπνου.
[21]   Ιερά Σύνοδος (2000), : «Η Εκκλησία… ούτε ποτέ ήταν, ούτε είναι, ούτε σκοπεύει να γίνει πολιτική δύναμη. ΄Όλα αυτά είναι παντελώς ασυμβίβαστα προς τη φύση, τον ρόλο και τον προορισμό της».
[22]    Ρωμ. ΙΓ΄1-2  και  Α΄ Πέτρ.  Β΄13.
[23]    Πλούταρχος, Σόλων 20 :  «΄Ατιμον είναι τον εν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενον», κάτι που θα τονίσει με έμφαση και ο Περικλής στον Επιτάφιο λόγο του, Θουκ. Β΄40: «Μόνοι γαρ τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’  αχρείον νομίζομεν, και οι αυτοί ήτοι κρίνομέν γε ή ενθυμούμεθα ορθώς τα πράγματα, ου τους λόγους τοις έργοις βλάβην ηγούμενοι, αλλά μη προδιδαχθήναι μάλλον λόγω πρότερον ή επί α δει έργω ελθείν».

[24]   Είναι κατανοητό ότι πολλοί θα θεωρήσουν ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν καταξιώνεται στο Χριστιανισμό, όταν, π.χ., διδάσκει μια στάση του ανθρώπου ως δούλου απέναντι στο Θεό, καθώς τον παρακαλεί να μη τον τιμωρήσει με την Κόλαση, αλλά να τον σώσει χαρίζοντάς του την αιώνια ζωή : «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών,… ιλάσθητι ημίν τοις αμαρτωλοίς και αναξίοις δούλοις σου … και σώσον ημάς δια το όνομά σου το άγιον… και ούτω τοις σοις προστάγμασιν ακολουθούντες εις την αιώνιον ανάπαυσιν καταντήσωμεν», Μεγ. Βασιλείου, Ευχή στην Ακολουθία του Απόδειπνου. Αυτή η θεώρηση όμως είναι επιπόλαια, αφού στην Ορθοδοξία η σχέση Θεού και ανθρώπου είναι : Σχέση Πατέρα και τέκνων : «ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού … ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν … ώστε ουκέτι ει δούλος, αλλ’ υιός», Γαλ. Δ΄,4-7. Είναι σχέση φιλίας: «Υμείς φίλοι μού εστε … ουκέτι υμάς λέγω δούλους», Ιω. ΙΕ΄, 14-15. Και ακόμα παραπέρα, η σχέση Θεού και ανθρώπου είναι σχέση αγαπητική – ερωτική, κάτι που το μαρτυρεί κυρίως η Μυστική Θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας : «Τρωθείσα γαρ η ψυχή τω θείω έρωτι του Χριστού, ως αδελφιδώ τούτω γε κατακολουθεί», ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τομ. Δ΄, Καλλίστου Πατριάρχου,  Περί προσευχής, κεφ. ι΄.  Αυτές οι παραπομπές είναι ενδεικτικές, αφού υπάρχει πληθώρα παρόμοιων θέσεων.
[25]  Αγαπητός Διάκονος, 1169Α: «Σφόδρα μοι δοκεί ατοπώτατον είναι, ότι πλούσιοι και πένητες άνθρωποι εξ ανομοίων πραγμάτων βλάβην πάσχουσιν ομοίαν. Οι μεν γαρ υπό του κόρου διαρρήγνυνται, οι δε υπό του λιμού διαφθείρονται, και οι μεν κατέχουσι του κόσμου τα πέρατα, οι δε ουκ έχουσι πού στήναι τα πέλματα. ΄Ινα τοίνυν άμφω της υγείας τύχωσιν, αφαιρέσει και προσθέσει τούτους θεραπευτέον, και προς ισότητα την ανισότητα μετενεκτέον». 
[26]    Νικ. Β. Χρονόπουλου  (20-8-2000) ,  τονίζειι  ότι  «… όταν παραβιάζονται τα δικαιώματα του ανθρώπου, όταν τραυματίζεται η αξιοπρέπειά του, όταν καταρρακώνεται η προσωπικότητά του, η Εκκλησία έχει χρέος να υψώνει φωνή διαμαρτυρίας και να υπερασπίζεται τον αδελφό  “δι΄ ον Χριστός απέθανε”,   (Α΄  Κορ. Η΄11)».
[27]     Λουκ. Ι΄ 25-37.
[28]       Ήδη, ο Ιησούς έχει δηλώσει: «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», Ματθ. ΚΒ’ 21 και Μαρκ. ΙΒ’ 17 και Λουκ. Κ’ 25.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου